Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ λεγόμενη Βυζαντινὴ Μουσικὴ ἀναπτύσσεται, διαδίδεται καὶ ἐξελίσσεται σὲ ἕνα καθαρὰ παραδοσιακὸ καὶ ὡς ἐκ τούτου συντηρητικὸ χῶρο, στὸν χῶρο τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας. Ἀκόμη ὅμως καὶ μέσα σ’αὐτὸ τὸ παραδοσιακὸ κλίμα, ἀναπόφευκτη εἶναι κατὰ καιροὺς ἡ δημιουργία νέων μουσικῶν συνθέσεων, ὄχι κυρίως γιὰ τὴν κάλυψη νέων λειτουργικῶν ἀναγκῶν, ἀλλὰ μᾶλλον γιὰ μίαν ἀνανέωση τῆς ὑφιστάμενης μουσικῆς παράδοσης. Οὐσιαστικά, ὅπως εἶναι θεμιτὸ καὶ ἀναμενόμενο, κάθε νέος συνθέτης στοχεύει σὲ μίαν μουσικὴ διαφοροποίηση, ἐπιχειρώντας νὰ κομίσει κάτι καινοφανὲς στὴν Τέχνη καὶ νὰ διαιωνίσει ἔτσι τὴ φήμη του στὴν ἱστορία, ἔστω κι ἂν λειτουργεῖ μέσα σὲ ἕνα τέτοιο συντηρητικὸ χῶρο. Εὔκολα θὰ παρατηροῦσε κανεὶς ὅτι τὸ ἔργο ὅλων σχεδὸν τῶν (παλαιότερων καὶ σύγχρονων) συνθετῶν Βυζαντινῆς Μουσικῆς χαρακτηρίζεται ἀκριβῶς ἀπὸ αὐτὴ τὴ διττὴ (καὶ πρωτογενῶς ἴσως ἀντιφατική) ἀπόπειρα: παραμένοντας στὰ ὅρια τῆς διαμορφωμένης παράδοσης νὰ προσκομίσουν παράλληλα ἕνα καινοφανὲς προσωπικὸ συνθετικὸ στίγμα. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ εἰδικότερη μουσικολογικὴ ἐξέταση τῶν κατὰ καιροὺς νέων συνθέσεων δημιουργεῖ πάντοτε εὔλογα ἐρωτήματα, τὸ κυριότερο τῶν ὁποίων (καὶ δοθέντος ὅτι παρθενογένεση στὴν Τέχνη οὐσιαστικὰ δὲν ὑφίσταται) ἀφορᾶ στὴν πρωτοτυπία τῶν ὅποιων καινούργιων μελωδιῶν. Μιὰ συστηματικὴ μελέτη καὶ λεπτομερὴς ἀνάλυση τέτοιων νέων –σύγχρονων ἐν προκειμένω– ἐκκλησιαστικῶν μελωδιῶν ἐπικυρώνει τὶς παραπάνω παρατηρήσεις καὶ φανερώνει περαιτέρω τεχνικὲς λεπτομέρειες σχετικὰ μὲ τὴ διαδικασία καὶ μεθοδολογία κατασκευῆς τους. Τὸ συγκεκριμένο φαινόμενο θὰ προσπαθήσω νὰ διερευνήσω στὴν παροῦσα ἀνακοίνωση. Θὰ χρησιμοποιήσω, ἐνδεικτικά, ὡς πεδίο τῆς σχετικῆς ἔρευνας δύο πολὺ γνωστὰ μουσικὰ ἔργα, δύο σύγχρονα μουσικὰ βιβλία, ἰδιαίτερα διαδεδομένα καὶ λαοφιλῆ στὸν ἑλληνικὸ ἀλλὰ καὶ στὸν διεθνῆ ψαλτικὸ χῶρο: τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα τοῦ Κωνσταντίνου Πρίγγου (+ 1964) καὶ τὸ Τριώδιο τοῦ Θρασύβουλου Στανίτσα (+ 1987), ἔργα δύο κορυφαίων ψαλτῶν καὶ συνθετῶν τοῦ 20οῦ αἰώνα, ποὺ συνυπῆρξαν στὰ ἀναλόγια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινούπολης γιὰ 20 χρόνια (1939-1959). Στὸ μὲν πρῶτο μουσικὸ ἔργο ἡ προσκόλληση στὴν προγενέστερη παράδοση εἶναι περισσότερο ἀπὸ ἐμφανής, ἐνῶ στὸ δεύτερο ἐμφανίζεται ἀπόλυτα συγκεκαλυμμένη, ἀλλὰ πάντως ὑπαινικτικὰ ἀναγνωρίσιμη. Σὲ κάθε περίπτωση, θὰ παρατηροῦσα πὼς μοιάζει νὰ ἰσχύει ἐδῶ ἀντίστροφα τὸ γνωστὸ ἁγιογραφικὸ ρητό: παλιὸ κρασὶ (οἱ μελωδίες τῆς παράδοσης) τοποθετεῖται σὲ νέους ἀσκοὺς (σὲ νέες συνθέσεις, ποὺ –κάτω ἀπὸ τὸν μανδύα τῆς ἀναλυτικῆς σημειογραφικῆς διατύπωσης ἢ καὶ τῆς καινότροπης συνθετικῆς τεχνικής– ἀνακυκλώνουν καὶ φρεσκάρουν τὶς παλιότερες καὶ παραδοσιακές).