Ἡ χαρὰ τῶν ἀγγέλων: Μεγαλοβδομαδιάτικοι διάλογοι θείου καὶ ἀνθρωπίνου.

Μιὰ παραστατικὴ δραματουργία ὑλοποιημένη ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Ἀχιλλέα Χαλδαιάκη καὶ τὴν ἠθοποιὸ Μαρία Τζομπανάκη,

μὲ τὴ συμμετοχὴ τοῦ χοροῦ ψαλτῶν “Οἱ Μαΐστορες τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης”

Διάλεξη-Συναυλία στὸ πλαίσιο τοῦ Ἐλεύθερου Πανεπιστημίου τῆς Στοᾶς τοῦ Βιβλίου [1]. Ἀθήνα, 11 Ἀπριλίου 2014.


[1] Βλ. http://www.stoabibliou.gr/ep/ep22/pr_Byzantio.php

ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ

Προτιμότερο θὰ ἦταν ἀπόψε τὰ λόγια νὰ ἔλειπαν· εἰσερχόμαστε, ἤδη εἰσήλθαμε, στὴ ζώνη τοῦ Σιγησάτω πᾶσα σὰρξ βροτεία καὶ στήτω μετὰ φόβου καὶ τρόμου καὶ μηδὲν γήϊνον ἐν ἐαυτῇ λογιζέσθω, μιὰν ζώνη ὅπου τὸ μόνον ποὺ ἁρμόζει εἶναι ἡ ἱερὴ σιγὴ τοῦ θάμβους: «σιγῇ τιμάσθω τὸ θεῖον». Εἶναι τόσο ἀνθρώπινο, ἀλλὰ καὶ τόσο θεοπρεπές, αὐτὸ τὸ συναίσθημα, ἕνα συναίσθημα κατεξοχὴν ἀναπτυσσόμενο μπροστὰ στὴ λεγόμενη Μεγάλη Ἑβδομάδα, Μεγάλη, διότι «μεγάλα τινὰ καὶ ἀπόρρητα τυγχάνει τὰ ὑπάρξαντα ἡμῖν ἐν αὐτῇ ἀγαθά».

Καλούμαστε σὲ μιὰν νοητὴ ὁδοιπορία (μὲ τὴ συνδρομὴ τῆς εἰκόνας [τῶν δρωμένων, τῆς εἰκονογραφίας] ἀλλὰ καὶ τοῦ ἤχου [τοῦ λόγου (τῆς ὑμνογραφίας), τοῦ μέλους καὶ τοῦ ρυθμοῦ]) στὸ θεῖο Πάθος. Μὲ τὸν λόγο καὶ τὸ μέλος [μέλος ἀναπτυσσόμενο κατὰ μιὰν ἀέναη ἀνακύκληση τῶν βυζαντινῶν ἤχων (ὅπου μαλακὰ διατονικὰ ἠχοχρώματα ἐναλλάσσονται ἰσορροπημένα καὶ ἀναγωγικὰ μὲ σκληρὲς χρωματικὲς ἀναφορές)] ὁ πιστὸς (ἀκροατὴς καὶ μέτοχος τῶν ἀκολουθιῶν τῆς Μ. Ἑβδομάδας) παρακολουθεῖ (συμβολικὰ καὶ πραγματικά) τὴν ἤρεμη πορεία τοῦ Ἰησοῦ πρὸς τὸ ἑκούσιο πάθος καὶ τὴν Ἀνάσταση. Δὲν πρόκειται μόνον γιὰ μιὰν ἀνάμνηση, γιὰ μιὰν ἀναπαράσταση, γιὰ ἕνα εἶδος ἱεροῦ θεάτρου ποὺ θέλησε ἡ Ἐκκλησία μ’ ὅλες αὐτὲς τὶς ἱερὲς τελετὲς νὰ μᾶς προσφέρει. Τὰ παθήματα τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ ἱστορία τοῦ παρελθόντος, ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἐπαναφέρει στὴ μνήμη μας. Εἶναι κάτι περισσότερο: μιὰ πραγματικὴ παρουσία ὅλων αὐτῶν· μιὰ μεταφορὰ τοῦ παρελθόντος στὸ παρὸν καὶ ἀντίστροφα τοῦ παρόντος στὸ παρελθόν.

Ἡ ἀνάμνηση τῶν ἱστορικῶν γεγονότων ποὺ συνέβησαν καὶ τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ποὺ ἐλέχθησαν ἀπὸ τὴν εἴσοδό του στὰ Ἱεροσόλυμα μέχρι τὴν προδοσία στοιβάζονται στὶς δύο πρῶτες ἡμέρες τῆς Μ. Ἑβδομάδας: Ὁ Χριστὸς ξηραίνει τὴν ἄκαρπη συκιά· ἀκολουθοῦν οἱ τραγικοὶ διάλογοί του μὲ τοὺς ἄρχοντες τοῦ λαοῦ καὶ τοὺς φαρισαίους· οἱ τελευταῖες παραβολὲς τῆς κατακρίσεως τοῦ δούλου ποὺ ἔκρυψε τὸ τάλαντο καὶ τῆς ἀποδοκιμασίας τῶν κακῶν ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος, ἡ πρόρρηση τῆς καταστροφῆς τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τῆς ἔλευσης τοῦ δίκαιου κριτῆ καὶ τὰ φοβερὰ οὐαὶ κατὰ τῶν γραμματέων καὶ φαρισαίων· μ’ ὅλα αὐτὰ συμπλέκεται καὶ ὁ τύπος τοῦ πάσχοντος δικαίου, ἡ μορφὴ τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ παγκάλου· ἀλλ’ οἱ λόγοι ἐκεῖνοι τοῦ Κυρίου ποὺ ἀπετέλεσαν τὸν πόλο καὶ τὸ κυρίαρχο θέμα τῶν ἡμερῶν αὐτῶν εἶναι ἡ παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων· τὸ ζωντανὸ παράδειγμα τοῦ ράθυμου δούλου καὶ τῆς φρόνιμης καὶ γρηγορούσας ψυχῆς, ποὺ δίνει καὶ τὸ ἱστορικὸ θέμα τῆς Μ. Τετάρτης, μιᾶς μέρας ποὺ ἀποτελεῖ τὸν σύνδεσμο τοῦ πρώτου καὶ τοῦ δευτέρου μέρους τῆς Μ. Ἑβδομάδας: ἡ ἁμαρτωλὴ γυναῖκα, ἡ ἀλείψασα μὲ μύρο τὰ πόδια τοῦ Κυρίου πόρνη, ἀλλὰ καὶ ὁ μαθητὴς καὶ φίλος ποὺ γίνεται δοῦλος ἀνάξιος…

Καὶ στὴ συνέχεια: ὁ ἱερὸς Νιπτήρας, ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος, ἡ ὑπερφυὴς προσευχή, ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα (τοῦ ποτὲ μαθητοῦ). Δώδεκα περικοπές, τὰ δώδεκα εὐαγγέλια, μᾶς παρουσιάζουν τὰ πάθη σ’ ὅλες τὶς φάσεις τους, ἀπὸ ὅλους τους εὐαγγελιστές. Μᾶς εἰσαγάγουν πρῶτα στὸ ὑπερῷο τῆς Σιὼν γιὰ ν’ ἀκούσουμε τὴν ἀποχαιρετιστήρια ὁμιλία καὶ τὴν ἀρχιερατικὴ προσευχή, τὸ «Εὐαγγέλιο τῆς Διαθήκης». Παρακολουθοῦμε τὰ βήματα τοῦ Κυρίου στὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν καὶ ἀκοῦμε τὴν ἀγωνιώδη προσευχὴ στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Παριστάμεθα στὴν προδοσία καὶ στὴ σύλληψη. Στὴν ἀνάκριση καὶ στοὺς ἐξευτελισμοὺς στὸ Συνέδριο καὶ στὴ θανατικὴ καταδίκη του Ἰησοῦ ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τὸν Πιλᾶτο. Στὴν ἄρνηση καὶ στὴ μετάνοια τοῦ Πέτρου. Στὴν πορεία πρὸς τὸν Γολγοθᾶ, στὴ Σταύρωση, στὸ μαρτυρικὸ θάνατο, στὸν λογχισμό, στὴν ἀποκαθήλωση, στὴν ταφὴ καὶ στὴν σφράγιση τοῦ λίθου. Ὅλα αὐτὰ ὑπομνηματίζονται ἀπὸ τὴ θαυμάσια ὑμνογραφία καὶ παραστατικὰ εἰκονίζονται κατὰ τὴ λιτάνευση καὶ ὕψωση στὸ μέσο τοῦ ναοῦ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου…

Μετά: ἡ ἡμέρα τοῦ Πάθους, τοῦ μαρτυρίου, ἡ ἡμέρα τῆς ἄκρας ταπείνωσης καὶ τῆς ὑπέρτατης θυσίας· ἀναφορὲς στὴν προδοσία τοῦ Ἰούδα, στὴν ἄρνηση τοῦ Πέτρου, στὴν ἀγνωμοσύνη τῶν Ἑβραίων πρὸς τὸν Κύριο, στὴν ὁμολογία τοῦ ληστοῦ. Ἡ Σταύρωση (Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου), ὁ θρῆνος τῆς Θεοτόκου (Οἴμοι, θεῖον τέκνον…Υἱέ μου ποῦ τὸ κάλλος ἔδυ τῆς μορφῆς σου…), ὁ παρὰ κριτῶν ἀδίκων βεβαμμένος κάλαμος ἀποφάσεως καὶ ὁ ἐφ’ ὅλην τὴν γῆν πεσῶν φόβος καὶ τρόμος. Ὁ ἐπιτάφιος θρῆνος τῆς Μ. Παρασκευῆς (Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ κατετέθης Χριστέ), τὸ θρηνητικὸ τραγοῦδι γιὰ τὸν ἥλιο ποὺ ἀπέκρυψε τὶς ἴδιες ἀκτῖνες, γιὰ τὸν ξένο ποὺ δὲν ἔχει τὴν κεφαλὴν ποῦ κλίναι καὶ τέλος ἡ ἀναστάσιμη προανάκρουση (στοὺς στίχους τοῦ ἀλληλουιαρίου τοῦ Μ. Σαββάτου): ἀναστήτω ὁ Θεὸς καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ. Κυρίως ὅμως: ἡ (ἐν ἀναμονῇ τῆς Ἀνάστασης) προεπισημανθεῖσα σιωπή…

Πυκνὰ εἶναι τὰ θέματα, ἐκτενῆ τὰ ἀναγνώσματα: ἡ ὑμνογραφία συγκεντρώνει ὅ,τι ἐκλεκτὸ καὶ ἀνυπέρβλητο συνέθεσαν οἱ ποιητὲς τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μουσικὴ φτάνει στὸ ἀποκορύφωμά της. Τί νὰ πρωτοπεῖ κανεὶς (καὶ σὲ ποιό σημεῖο νὰ πρωτοσταθεῖ) μπροστὰ σὲ τέτοιο ὑμνογραφικὸ καὶ ψαλτικὸ πλοῦτο; Ἔχουμε ἐδῶ ἕνα «μοναδικὸ ὡς πρὸς τὴν ἀρτιότητά του μουσικὸ-λατρευτικὸ πρόγραμμα πνευματικῆς χειραγώγησης καὶ μυσταγωγίας» ποὺ «ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖ δεξιότατα γιὰ νὰ ὁδηγήσει μυστικὰ τοὺς πιστοὺς στὴν ἔνδοξη Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ». Γι’αὐτὸ καὶ μεταβαίνοντας ἀπὸ τοὺς ἄλλους ὕμνους στοὺς ὕμνους τῆς Μ. Ἑβδομάδας «μεταβαίνουμε ἀπὸ τὰ ἁπλᾶ ᾄσματα στὰ ᾄσματα τῶν ᾀσμάτων καὶ ἀπὸ φωνὲς ἀγγελικὲς καὶ χερουβικὲς σ’ αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ…».

Τὰ λόγια του Θεοῦ, λόγια ποὺ μεταδίδονται στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν ἀρχέγονη τεχνικὴ ὄχι ἁπλῶς τοῦ λόγου, ἀλλὰ τοῦ διαλόγου: ὄντως διάλογοι θείου καὶ ἀνθρωπίνου! Εἶναι ἴσως ὁ διάλογος ἡ μόνη λύση ὑπέρβασης τῆς ἐκ τοῦ βάμβους βραδυγλωσσίας, τῆς ἀμηχανίας τῆς σιωπῆς…

Ἡ ἀλήθεια τοῦ διαλόγου συμβάλλει καθοριστικὰ στὴ μετάδοση τοῦ ὅποιου μηνύματος· μήνυμα δὲ ἕνα προϋπάρχει τῶν μεγαλοβδομαδιάτικων γεγονότων: ὁ εὐαγγελισμός· τὸ ἄγγελμα τὸ χαρμόσυνο ποὺ κατὰ ἀριστοτεχνικὸ διαλογικὸ τρόπο γνωστοποιεῖται μέσα ἀπὸ τὸν ὑμνογραφικὸ λόγο, ἐπενδεδυμένο μὲ τὴ καλύτερη δυνατή, ἀφηγηματικὴ καὶ περιγραφική, μουσικὴ διάχυσή του· ἀφηγεῖται ὁ ποιητής:

Ἀπεστάλη ἐξ οὐρανοῦ, Γαβριὴλ ὁ Ἀρχάγγελος, εὐαγγελίσασθαι τῇ Παρθένω τὴν σύλληψιν· καὶ ἐλθὼν εἰς Ναζαρέτ, ἐλογίζετο ἐν ἑαυτῷ, τῷ θαῦμᾳ ἐκπληττόμενος·

Τί οὖν ἵσταμαι, καὶ οὐ λέγω τῇ Κόρῃ; Χαῖρε, Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· χαῖρε, ἁγνὴ Παρθένε· χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε· χαῖρε, Μήτηρ τῆς ζωῆς· εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου.

Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ σημαντικὰ κείμενα τοῦ πέμπτου αἰῶνα, τὸ Ἐγκώμιον εἰς τὴν Θεοτόκον Μαριάμ, ὑμνογράφημα ποὺ ἀποδίδεται στὸν Πατριάρχη Πρόκλο (434-46 μ.Χ.), περιλαμβάνει ἐκτεταμένα διαλογικὰ μέρη, ὅπου καταγράφονται ἐκπληκτικοὶ διάλογοι (ποιημένοι μάλιστα κατὰ διπλῆ ἀλφαβητικὴ ἀκροστιχίδα), διάλογοι ἀνάμεσα στὴ Θεοτόκο καὶ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριὴλ καὶ κατόπιν ἀνάμεσα στὴ Θεοτόκο καὶ τὸν δίκαιο Ἰωσήφ. Εἶναι διάλογοι ποὺ ἴσως ἀνῆκαν σὲ μιὰν ἀκόμη παλιότερη σύνθεση, ἕνα θρησκευτικὸ δρᾶμα, ποὺ κάποιος ἀδέξιος μεταγενέστερος διασκευαστὴς τοὺς ἐνσωμάτωσε σὲ κάποια ποιητικὴ ὁμιλία, τὴν ὁποία καὶ σχολιάζει (ἐπίσης ποιητικά) ἐν προκειμένῳ ὁ Πατριάρχης Πρόκλος.

Πρόκειται γιὰ τὸ ἴδιο δομικὸ πρότυπο ποὺ παρατηρεῖται καὶ στὸν κανόνα τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ποίημα, Ἰωάννου μοναχοῦ, ἐξαίσιο δεῖγμα ποιητικῆς διαλογικῆς συνομιλίας ἀνάμεσα στὸν ἄγγελο καὶ τὴν Θεοτόκο, ἕνα διάλογο ποὺ πρωτογενῶς ἐμπεριέχεται –καλυμμένος κάτω ἀπὸ τὸν πεζὸ λόγο– ἀκόμη καὶ στὸ βραχὺ συναξάριο τῆς ἡμέρας τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας

Ὁ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων Θεός, ὁ πάντοτε φροντίζων ὑπὲρ τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, ὡς Πατὴρ φιλόστοργος θεωρῶν τῶν χειρῶν αὐτοῦ τὸ πλαστούργημα καταδουλούμενον, καὶ τυρρανούμενον ὑπὸ τοῦ διαβόλου, καὶ πρὸς τὰ πάθη τῆς ἀτιμίας ὑπαγόμενον, καὶ τῇ εἰδωλολατρίᾳ ὑποκείμενον, ἠβουλήθη ἐξαποστεῖλαι τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τοῦ λυτρώσασθαι αὐτὸ ἐκ τῶν τοῦ διαβόλου χειρῶν. Ἐπεὶ δὲ ἠθέλησε λαθεῖν, οὐ μόνον τὸν Σατανᾶν, ἀλλὰ καὶ αὐτὰς τὰς οὐρανίους Δυνάμεις, ἑνὶ τῶν Ἀρχαγγέλων, Γαβριὴλ τῷ ἐνδόξῳ, θαρρεῖ τὸ Μυστήριον, προοικονομεῖ δὲ καὶ τὴν Ἁγίαν Παρθένον προκαθαρθῆναι τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι ὡς ἀξίαν οὖσαν τοιούτου καλοῦ.

Καὶ ἐλθὼν ὁ Ἄγγελος εἰς πόλιν Ναζαρέτ, λέγει αὐτῇ·

                                              Χαῖρε, Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.

Ἡ δὲ εἶπε·                            Καὶ πῶς ἔσται μοι τοῦτο;

Ὁ δὲ ἔφη·                             Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ, καὶ δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι.

Καὶ εἶπεν·                            Ἰδού, ἡ Δούλη τοῦ Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου.               

Καὶ ἅμα τῷ λόγῳ τοῦ Ἀρχαγγέλου καὶ αὐτῆς, συνέλαβεν ὑπερφυῶς ἐν τῇ ἀχράντῳ γαστρὶ τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ, Σοφίαν αὑτοῦ ἐνυπόστατον καὶ δύναμιν οὖσαν, Αὐτοῦ τῇ ἐπισκιάσει, καὶ τῇ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπελεύσει. Ἔκτοτε δὲ ἐτελέσθη τὰ Μυστήρια τοῦ Θεοῦ Λόγου οἰκονομικῶς, διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν καὶ ἀπολύτρωσιν.

 

Μαρία            γνοῶ τοῦ ρήματος τὸ σαφὲς καὶ πῶς γνώσομαι τοῦ πράγματος τὸ θεοπρεπές;

Γαβριήλ         Ἀπαιτεῖς οὖν ἀγγέλων τὰ τάγματα δημοσιεύειν ἄρρητα ρήματα;

Μαρία            Βλάβην ἔχει τὰ τῆς ἐπερωτήσεως ἐὰν φανερωθῇ τὰ τῆς συλλήψεως;

Γαβριήλ         Βλέπεις τὸν εὐαγγελιζόμενον Γαβριὴλ καὶ ἐνδοιάζεις τὸν μηνυόμενον Ἐμμανουήλ;

Μαρία            Γυναικείας οὖν ἔσται τῆς φύσεως τὸν δεσπότην γεννῆσαι τῆς κτίσεως;

Γαβριήλ         Γήϊνον ἔχουσα φρόνημα, πῶς δύνῃ μαθεῖν τὸ οὐράνιον βούλημα;

Μαρία            Δέξομαί οὖν τὸν λόγον σου ἀναμφίβολον καὶ μὴ περιεργάσομαι τὸν τόκον τὸ σύνολον;

Γαβριήλ         Διδαχθήσῃ, ὡς ἐγχωρεῖ τὸ μυστήριον, ὅταν περιλήψῃ τῇ χειρὶ τὸν Κύριον.

Μαρία            θεάσω χώραν βλαστήσασαν δράγμα μὴ δεξαμένην πρότερον σπέρμα;

Γαβριήλ         Ἐδέξω τὴν ὑπὲρ φύσιν χαράν, μὴ ἔτι λογίζου τὴν κατὰ φύσιν φθοράν.

 

ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ

διάλογος θείου καὶ ἀνθρωπίνου, διάλογος ποὺ ἄμεσα προκύπτει ἀπὸ τὴ διαδραστικὴ συζήτηση τοῦ ἀγγέλου καὶ τῆς θεοτόκου, ἐνέχει βεβαίως καὶ τὴ διάσταση τοῦ διαλόγου ἀνάμεσα στὸ ἀρσενικὸ καὶ τὸ θηλυκό, ἀνάμεσα σὲ ἕνα ἄντρα καὶ μιὰ γυναίκα· σύνδυο οἱ μορφές, ἡ ἀντρικὴ καὶ ἡ γυναικεία, ποικίλλουν καὶ ὁλονὲν καὶ διευρύνονται προϊούσης τῆς Μ. Ἑβδομάδας…

Στὴ θέση τῆς γυναίκας ἐμφανίζονται πολλὰ πρόσωπα: ἀπὸ τὴν Εὔα, τὴν πρώτη γυναῖκα, ποὺ μυστικὰ διαλέγεται «ἐν τῷ παραδείσω» μὲ τὸν ἠχηρὸ βηματισμὸ τοῦ Κυρίου, στὴ δεύτερη Εὔα, τὴν Αἰγυπτία, τὴ διεφθαρμένη σύζυγο τοῦ Πετεφρῆ, ποὺ μὲ διεγερτικὴ ἐγκεφαλικὴ ἐνέργεια καὶ προκλητικὴ σωματικὴ συμπεριφορὰ συνομιλεῖ μὲ τὸν πάγκαλο Ἰωσήφ· ἀκόμη, ἡ ποιήτρια Κασσιανὴ καὶ δι’αὐτῆς κυρίως ἡ πόρνη γυναῖκα, ποὺ ἐκτενῶς συνομιλεῖ στὴν ὑμνογραφία μὲ τὸν Κύριο, ἐνῷ σὲ θαυμάσιο ποίημα Ρωμανοῦ τοῦ μελῳδοῦ ἐμφανίζεται ἐπιπλέον νὰ διαλέγεται μὲ ἕνα μυροπράτη.

Ἡ ἐξαίρετη ποιητικὴ τεχνικὴ τῆς διηγηματικῆς ἁπλότητας ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Ρωμανός,  μὲ ἐρωταποκρίσεις μεταξὺ τῶν προσώπων ποὺ πρωτοστατοῦν, ἀλλὰ κάποτε καὶ μὲ προσωπικές του διαλογικὲς παρεμβάσεις, εἶναι ἄκρως χαρακτηριστική: στὸ κοντάκιό του «Εἰς πόρνην» ἡ ἁμαρτωλὴ γυναῖκα παρουσιάζεται μὲ μεγάλη φυσικότητα νὰ σπεύδει πρὸς τὸν πωλητὴ μύρων γιὰ νὰ ἀγοράσει τὰ κατάλληλα μύρα, προορισμένα γιὰ τὸν Νυμφίο Χριστό· ἐκεῖ λοιπόν, στὸν «μυροπράτη», ἐξυμνεῖ τὸν Χριστό, ἐνῶ ὁ μυροπράτης, ἀμφιβάλλοντας τάχα ἂν ἔχει χρήματα γιὰ νὰ τοῦ πληρώσει τὸ ἀγοραζόμενο ἐμπόρευμα, τῆς δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ πλέξει τὸν ὕμνο τῆς ἀγάπης της πρὸς τὸν Κύριο· κι ἐκείνη τὸ πράττει μὲ ἕνα ρεαλισμὸ ποὺ παραπέμπει εὐθέως σὲ κοινὰ σὲ ὅλους μας σύγχρονα ἀνθρώπινα βιώματα.

Γι’αὐτὸ καὶ ὁ ἐκκλησιαστικὸς ποιητικὸς λόγος παραβάλλεται ἀρχικὰ ἐδῶ (ὑπὸ τὸν ἱλαρὸ μάλιστα ἦχο τοῦ προεισαγωγικοῦ ἀργοῦ ἀλληλουϊαρίου τῆς Μ. Ἑβδομάδας) καὶ μὲ τὴν Μαρία-Νεφέλη, ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο ποίημα τοῦ Ἐλύτη, ποίημα ἐπίσης δομημένο διαλογικά, μὲ συνομιλία τῆς Μαρίας Νεφέλης καὶ τοῦ Ἀντιφωνητῆ· τοῦ Ἀντιφωνητῆ, ποὺ (συνδέοντάς μας μὲ τὸν προηγηθέντα Εὐαγγελισμό) ψάλλει ἐξαρχῆς:

Ὅ,τι νὰ δεῖς – καλῶς τὸ βλέπεις

ἀρκεῖ νά’ ναι: Ἀναγγελία

 

Σιγὰ σιγὰ μὲς στὸν ἀσβέστη χωνεύεται ἡ Μεγάλη Τρίτη.

Καμία ρυτίδα. Οὔτ’ ἕνα δάκρυ.

Ἀκούγεται μονάχα ἡ ρόδα τοῦ ἥλιου ὅπως τὸ «σῶσον» ἀπ’ τὰ μοναστήρια

κατατρώγοντας τὴ φθορὰ

τὴν ὥρα ποὺ οἱ γυναῖκες ἀνεβάζουνε ἀπὸ τὸ πηγάδι

τὸν ἦχο ἐκεῖνο τοῦ κενοῦ

ποὺ ἀκοῦμε λίγο πρὶν ἡ συμφορὰ μᾶς πλήξει.

Ἕνα κύρτωμα ὅπως τῆς παλάμης ὅπου χωράει τὸ δίκιο μας.

Τὰ μαλλιά μου λύνω σ’ ἕναν τοῖχο μπροστὰ

καὶ μὲ τὸ πλάι ὀδύρομαι σκιὰ τῆς σκιᾶς μου.

Τραγουδῶ καὶ ψέλνω τ’ Ἄγραφα τοῦ Ἀνθρώπου

ἐγὼ ἡ δραπέτις τ’ οὐρανοῦ ποὺ εἶδα καὶ εἶδα.

«Δός μου, ἂν ἔχης, μύρο ἀντάξιο τοῦ Ἀγαπημένου μου,

ποὺ δίκαια καὶ ἄδολα ἀγαπῶ,

Αὐτοῦ ποὺ ἐπυρπόλησε τὰ μέλη μου καὶ τὰ νεφρὰ καὶ τὴν καρδιά μου.

Καθόλου μὴ διστάζης γιὰ τὸ ἔξοδο.

Καὶ τὸ τομάρι μου ἂν χρειαστῆ καὶ τὸ κουφάρι μου,

ἕτοιμη εἶμαι νὰ τὸ δώσω ἄρκεῖ κάτι νὰ βρῶ ν’ ἀνταποδώσω

σ’ Αὐτὸν ποὔρθε κοντά μου μὲ ἀγάπη γιὰ νὰ μὲ καθαρίση ἀπὸ τὴ νέκρα τῆς ἄσωτης ζωῆς μου».

«Πές μου, Ποιός εἶν’ Αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶς,

ποὺ τόσο πολὺ σὲ μάγεψε καὶ στὴν ἀγάπη σ’ ἐτράβηξε;

Ἔχει ἄραγε κάτι ἀντάξιο τοῦ μύρου μου;»

«Ὦ ἄνθρωπε, γιατί μοῦ λές· ‘ἔχει κάτι άντάξιο;’

Τίποτα δὲν τοῦ παραβγαίνει στὴν ἀξία.

Οὔτε ὁ οὐρανὸς οὔτε ἡ γῆ οὔτε ὁ κόσμος ὅλος μπορεῖ

νὰ συγκριθῆ μ’ Αὐτὸν ποὺ ἔφθασε ὁλοπρόθυμα νὰ μὲ ἐλευθερώση ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.

Εἶναι Γιὸς τοῦ Δαβίδ, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ὄμορφος.

Εἶναι Γιὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός, γι’ αὐτὸ πολὺ εὐχάριστος.

Καὶ Τοῦτον δὲν ἀντίκρυσα, μὰ ἄκουσα καὶ λαβώθηκα

ἀπ‘ τὴ Μορφὴ Ἐκείνου ποὺ κατὰ τὴ θεότητα εἶναι χωρὶς Μορφή.

Τὸν Δαβὶδ κάποτε ἀντίκρυσε ἡ Μελχὼ καὶ τὸν ἀγάπησε.

Ὅμως ἐγὼ χωρὶς νὰ δῶ τοῦ Δαβὶδ τὸν ἀπόγονο λαχταρῶ καὶ ἀγαπάω.

Ἐκείνη ὅλα τὰ παλάτια ἀπαρνήθηκε

καὶ στὸ φτωχὸ Δαβὶδ ἔτρεξε τότε μὲ λαχτάρα.

Κι ἐγὼ τὰ ἁμαρτωλὰ λεφτὰ ξοδεύω κι ἀγοράζω

τὸ μύρο γιὰ Κεῖνον ποὺ μὲ καθαρίζει

ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου».

ΤΟ ΠΑΘΟΣ

Τὸ ἀμέτρητό Του ἔλεος Τὸν ἀποτρέπει ἀπὸ τὸ νὰ μᾶς συντρίψει ὡς σκεύη κεραμέως… Κι ἔτσι ὁδηγεῖται ἑκούσια πρὸς τὸ Πάθος.

Νοηματοδοτεῖται ἔτσι πολυσήμαντα καὶ μὲ πολλαπλὲς συνδηλώσεις ὁ Θρῆνος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ὁ λεγόμενος τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Παρασκευῇ, ἕνα παλαιότατο λαϊκὸ στιχούργημα ποὺ θὰ ἀκουστεῖ ἐδῶ· ἕνα στιχούργημα ὅπου κάποιος ἄδηλος ποιητὴς διασκεύασε σὲ δεκαπεντασύλλαβους στίχους διάφορα βυζαντινὰ ὑμνογραφικὰ καὶ λειτουργικὰ κείμενα γιὰ τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ. Πολλὰ ἄλλα τροπάρια γραμμένα σὲ δεκαπεντασύλλαβο ἀποτελοῦν τὸ λίκνο αὐτοῦ τοῦ θρήνου· ὅπως γιὰ παράδειγμα ἕνα σταυροθεοτοκίο κατὰ γράμματα καὶ μέλος τοῦ βυζαντινοῦ μαΐστορος Μανουὴλ Δούκα τοῦ Χρυσάφη:

Ὅτε σὲ εἶδεν ἐν σταυρῷ κρεμάμενον ἀδίκως,

ἀμνὰς ἡ πολυΰμνητος καὶ μήτηρ σου, Θεέ μου,

θρήνοις συνέκοπτεν αὐτήν, ἐσπάραττε τὰς ὄψεις,

καὶ ὁλολύζουσα πικρῶς ἐν στεναγμοῖς ἐβόα·

Τὸ ποίημα προοριζόταν γιὰ τὴν ἀκολουθία τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, ψαλλόμενο ὡς λαϊκὸς θρῆνος ἐκτὸς τῆς ἀκολουθίας, ὅπως τὸ καὶ σήμερα γνωστὸ Μοιρολόγι τῆς Παναγίας· ἡ (γυναῖκα καὶ μάνα) Παναγία ἐμφανίζεται συγκλονιστικὰ ἐδῶ ὄχι μόνον νὰ μονολογεῖ, ἀλλὰ καὶ νὰ συνομιλεῖ (δίχως ὅμως ἀνταπόκριση) τόσο μὲ τὸν σταυρωμένο γιό της ὅσο καὶ μὲ τὸν ἴδιο τὸν Σταυρό,  ἀλλ’ ἀκόμη (σὲ μιὰν ὑπερβατικὴ ἀναγωγή) καὶ μὲ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ, τὴν ἴδια ἐκείνη φιγούρα ποὺ πειστικὰ τῆς εἶχε μεταφέρει τὸ εὐαγγέλιο τῆς σύλληψής Του.

Τὰ γεγονότα περιγράφονται μὲ γλυκύτατο, μὲ μελιχρὸ τρόπο στὴν (πεζὴ καὶ μελοποιημένη) βυζαντινὴ ὑμνογραφία: Οἴμοι θεῖον τέκνον! Οἴμοι τὸ φῶς τοῦ κόσμου! Τί ἔδυς ἐξ ὀφθαλμῶν μου ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ; Υἱέ μου, ποῦ τὸ κάλλος ἔδυ τῆς μορφῆς σου; Οὐ φέρω καθορᾶν σὲ ἀδίκως σταυρούμενον!

Συσχετίζονται δὲ ἐδῶ –τολμηρὰ ἴσως πρωτογενῶς, ἀλλὰ κατὰ ἀπόλυτα εὔλογη διαχρονικὴ ἀναγωγή– καὶ μὲ τὸν ὁμηρικὸ ὕμνο «Εἰς Δήμητραν», μὲ τὸν θρῆνο τῆς Δήμητρας ποὺ ἀναζητεῖ τὴν ἁρπαγμένη στὸν Ἅδη κόρη της Περσεφόνη:

Τὴν κόρη αὐτὴ τὴ γέννησα γλυκὸ φυντάνι μὲ θωριὰ καμαρωτὴ
ἄκουσα στὸν παντέρημο αἰθέρα τὴ γοερὴ κραυγή της,
σὰν νὰ τὴν ἐξανάγκαζαν, ἀλλ’ ὅμως μὲ τὰ μάτια μου δὲν εἶδα.

Πές μου στ’ ἀλήθεια, Ἥλιε, ἂν ἔχεις δεῖ κάπου τὸ προσφιλές μου τέκνο
ποὺ κάποιος μακριά μου ἀθέλητά της ἅρπαξε καὶ πάει
κάποιος ἀπ’ τοὺς θεοὺς ἢ ἀπ’ τοὺς θνητοὺς ἀνθρώπους.

Ἡ ἀμφισημία τοῦ θείου δράματος: μεταφερόμαστε μπροστὰ σὲ ἕνα ἀνοικτὸ μνῆμα· σὲ τάφο ἀνεωγμένο, ὅπου –ἀναπεσὼν ὡς λέων– ὁ ζωῆς χορηγὸς ὑπνοῖ· καὶ ὁ Ἅδης τρέμει· πάνω σ’ αὐτὸ τὸ μνῆμα ἡ ἐκκλησία (μὲ τὴ διθυραμβικὴ καὶ ἄκρως ἐλπιδοφόρα μελωδία τῶν εὐλογηταρίων) τοποθετεῖ τὶς μυροφόρες γυναῖκες, νὰ συνομιλοῦν νοερὰ μὲ τὸν δῆμο τῶν ἀγγέλων· προσέξτε αὐτὸ τὸ διαχρονικὰ ἀνυπέρβλητο, τὸ καὶ μὲ σύγχρονη πολυσήμαντη ἀναγωγὴ μήνυμα: πάνω σὲ τάφο ἀνοικτὸ στήνεται γλέντι καὶ χοροστάσι καὶ ὁ θρῆνος σὲ ᾠδὴ μεταβάλλεται καὶ ἡ λύπη μὲ τὴ χαρὰ συνομιλεῖ· μετουσιώνεται ἔτσι καὶ διακηρρύτεται τὸ μήνυμα τῆς χαρμολύπης, ἡ πεμπτουσία τῆς ὀρθόδοξης μαρτυρίας· ἡ ἐλπίδα, ἡ προοπτική, ἡ συνέχεια· ἕνα μήνυμα ἀμφίθυμο, ὁ ἀπόηχος τοῦ ὁποίου μετεωρίζεται ἀνάμεσα στὶς δύο αὐτὲς ἀντιφατικὲς καταστάσεις, ἀνάλογες καὶ τῆς σύγχρονης ἑλλαδικῆς πραγματικότητας …

Θρῆνος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου λεγόμενος τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Παρασκευῇ

Παρισταμένη τῷ σταυρῷ ἡ πάναγνος παρθένος

καὶ τὸν σωτῆρα βλέπουσα κρεμάμενον ἐν ξύλῳ

θρηνοῦσα σπλάγχνα μητρικά, ὠδύρετο βοῶσα:

 

Τέκνον ἐμὸν γλυκύτατον, παμφίλτατόν μου τέκνον,

πῶς ὑπομένεις τὸν σταυρόν, τοὺς ἤλους καὶ τὴν λόγχην,

τὸν σπόγγον καὶ τὸν κάλαμον, τὸν τίτλον τοῦ Πιλάτου;

Πῶς ὑπομένεις ἔμπτυσμούς, ραπίσματα καὶ ὕβριν

εἰς τοῦ Πιλάτου τὴν αὐλήν, ἡ ἄρνησις τοῦ Πέτρου;

 

Ὦ Γαβριὴλ ἀρχάγγελε, ποῦ τὸ εὐλογημένη

καὶ ἡ χαρὰ ποὺ μ’ ἔκραζες τότε χαριτωμένη,

Καὶ δὲν μοῦ ἐφανέρωσες σαφέστατα νὰ μάθω

τὰς θλίψεις καὶ ὀδύνας μου ποὺ ἔμελλον νὰ πάθω

διὰ τὸν ἠγαπημένον μου, ὁπού’τονε τὸ φῶς μου,

καὶ τώρα μὲ ἐκύκλωσαν λύπες παντὸς τοῦ κόσμου.

 

Ποῦ σου τὸ κάλλος, ὦ υἱέ, ποῦ σου ἡ ὡραιότης;

Πῶς ἠμαυρώθης ἐν σταυρῷ, υἱέ μου καὶ Θεέ μου;

 

Κλῖνον, σταυρὲ πανάγιε, ξύλον εὐλογημένον,

ἵνα φιλήσω τὰς πληγὰς υἱοῦ μου καὶ Θεοῦ μου

τοῦ ἀποχαιρετήσασθαι τὸ ἴδιόν μου τέκνον,

ἵνα περιπλακήσωμαι σῶμα τοῦ Ἰησοῦ μου,

τὸ στόμα τὸ γλυκύτατον ἵνα καταφιλήσω,

τὰ ὄμματα, τὸ πρόσωπον, τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας

καὶ τὴν σφαγὴν τὴν ἄδικον· κλῖνον σταυρέ μου, κλῖνον!

 

Ἀλλὰ ἀνάστα, Κύριε, τριήμερος ἐκ τάφου

καὶ σπεῦσον, σῶσον εἰς ἐμέ, τὴν κεχαριτωμένην.