Ὁ τρίτος τόμος τοῦ ὁμώνυμου τρίτομου ἔργου, ἀφιερωμένος στὴ Μελοποιία τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς. Ἀπαρτίζεται ἀπὸ συναγωγὴ 14 συνολικὰ μελετημάτων πάνω σὲ διάφορα αἰσθητικὰ ζητήματα, ἡ θεματικὴ τῶν ὁποίων ἐκτείνεται χρονικὰ ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 13ου αἰώνα ὣς σήμερα. Ὁ ἐνδιαφερόμενος γιὰ τὴν αἰσθητικὴ τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς ἀναγνώστης θὰ βρεῖ ἐδῶ σχολιαζόμενα πρωτότυπα ζητήματα (ὅπως τὸ τῆς «γυναικείας αἰσθητικῆς» στὴ βυζαντινὴ μελοποιία, τὸ τῶν «περιπετειῶν» σημειογραφημένων μελωδιῶν κατὰ τὴ βυζαντινὴ καὶ μεταβυζαντινὴ περίοδο ἢ καὶ τὸ τοῦ «παραδοσιακοῦ ὑπόβαθρου» καινοφανῶν ψαλτικῶν μελοποιημάτων, τὸ τελευταῖο ὑπὸ τὸν συμβολικὸ τίτλο: «παλιὸ κρασὶ σὲ νέους ἀσκούς»). Ἰδιαίτερη ἑνότητα στοιχειοθετοῦν ἀφενὸς μὲν μελετήματα σχετιζόμενα μὲ τὸ μελοποιητικὸ εἶδος τῶν πολυελέων (ὅπου σχολιάζονται εἰδικότερα θέματα Τυπικοῦ-Ἱστορίας-Μορφολογίας-Μελοποιίας τῶν διαφόρων στάσεων τοῦ πολυελέου, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ Ἰωάννου τοῦ Κουκουζέλη καὶ τὴν καθοριστικὴ συμβολὴ Πέτρου τοῦ Μπερεκέτη μέχρι καὶ τὴ σχετικὴ δραστηριότητα Ἰωάσαφ τοῦ Διονυσιάτη), ἀφετέρου δὲ ἀναφορὲς σὲ σύγχρονες μορφὲς ἐξεχόντων διδασκάλων μελοποιῶν, ὅπως γιὰ παράδειγμα οἱ Κωνσταντῖνος Ψάχος καὶ Βασίλειος Νικολαΐδης. Οἱ φιλόμουσοι ἀναγνῶστες θὰ βροῦν ἐπιπλέον δημοσιευόμενα ἐδῶ (πανομοιότυπα ἀπὸ χειρόγραφους μουσικοὺς κώδικες ἢ καὶ εὐκρινῶς ἀναστοιχειοθετημένα) ὄχι μόνον ποικίλα ἐνδιαφέροντα (καὶ ἥκιστα γνωστά) μουσικὰ παραδείγματα, ἀλλὰ καὶ ἄλλες ἄγνωστες ὣς τώρα συνθέσεις (ὅπως τὸ ἀποδιδόμενο στὸν Γερμανὸ Νέων Πατρῶν Μακάριος ἀνὴρ σὲ ἦχο δεύτερο ἢ τὴν Ἐκλογὴ Λόγον ἀγαθὸν Πέτρου τοῦ Βυζαντίου σὲ ἦχο πλάγιο τοῦ πρώτου) πλήρως γιὰ πρώτη φορὰ ἐξηγημένες στὴ νέα μέθοδο ἀπὸ τὸν συγγραφέα τοῦ βιβλίου.

Καὶ τὰ τέσσερα παραπάνω βιβλία παρουσιάστηκαν σὲ εἰδικὴ ἐκδήλωση ποὺ ὀργάνωσε τὸ Τμῆμα Μουσικῶν Σπουδῶν στὸ Κεντρικὸ Κτήριο τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, τὴν Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014, παρουσία πλήθους κόσμου καὶ τοῦ τότε Πρυτάνεως τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καθηγητοῦ Θεοδώρου Φορτσάκη. Γιὰ τὰ βιβλία μίλησαν:

  • Θωμᾶς Ἀποστολόπουλος, ἐπίκ. Καθηγητὴς ΤΜΣ ΕΚΠΑ: Βυζαντινομουσικολογικά, τόμος Α΄: Θεωρία
  • Δημήτρης Μπαλαγεῶργος, ἐπίκ. Καθηγητὴς ΤΜΣ ΕΚΠΑ: Βυζαντινομουσικολογικά, τόμος Β΄: Ἱστορία
  • Φλώρα Κρητικοῦ, ἐπίκ. Καθηγήτρια ΤΜΣ ΕΚΠΑ: Βυζαντινομουσικολογικά, τόμος Γ΄: Μελοποιΐα
  • Κώστας Καραγκούνης, ἐπίκ. Καθηγητής ΑΕΑΑ: Ὁ πολυέλεος Παρθενίου ἱερομονάχου τοῦ Μετεωρίτου.

Εὐχαριστήρια ἀντιφώνηση ἀπύθυνε ὁ Ἀχιλλέας Χαλδαιάκης[1], μὲ συμμετοχὴ καὶ τοῦ χοροῦ ψαλτῶν «Οἱ Μαΐστορες τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης». Τιμητικὸ μουσικὸ ἐπίλογο ἀπέδωσε ἡ χορωδία τοῦ ἐν Ἀθήναις Συλλόγου Μουσικοφίλων Κωνσταντινουπόλεως, ὑπὸ τὴ διεύθυνση τοῦ Ἄρχοντος κὺρ Δημοσθένη Παϊκόπουλου, μὲ ἑρμηνεία ἐπίκαιρων βυζαντινῶν ὕμνων.


Βλ. καί: http://www.tomeaspsaltikis.gr/index.php/el/aboutus/diefthyntis-kon-x-karagkoynis/pistimonik-drasi/2014-12-22-parousiasi-vivlion-kath-xil-xaldaiaki

 Prosklisi Xaldaiakis

Παραθέτω ἐδῶ, γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ πράγματος, τὶς βιβλιοπαρουσιάσεις τῶν παραπάνω συναδέλφων:

 

ΘΩΜΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ

Έχω την τιμή να είμαι ο πρώτος ομιλητής στην παρουσίαση τεσσάρων βιβλίων  του αγαπητού φίλου και συναδέλφου Αχιλλέα Χαλδαιάκη, μιας τριλογίας η οποία φέρει το τίτλο «Βυζαντινομουσικολογικά» και ενός τετάρτου βιβλίου για τον Πολυέλεο του Παρθενίου του Μετεωρίτου. Κάθε τόμος της τριλογίας είναι αφιερωμένος σε μια ιδιαίτερη θεματική και μαζί με τον τέταρτο τόμο θα αποτελέσουν ειδικότερα  το αντικείμενο παρουσίασης για τον καθένα από τους τέσσερις συναδέλφους ομιλητές του παρόντος βήματος. Ο συγγραφέας του πονήματος είναι γνωστός τόσο στους ακαδημαϊκούς κύκλους της Βυζαντινής Μουσικολογίας με ευδόκιμη παρουσία και πίονα παραγωγήν επιστημονικού και διδακτικού έργου, όσο και στα ιεροψαλτικά πράγματα ως καλλίφωνος πρωτοψάλτης και ως χοράρχης. Είναι ιδιαίτερη η σημερινή συγκυρία καθώς τέσσερις διδάκτορες του καθηγητή Στάθη παρουσιάζουν έργο ενός από τους πρώτους της σειράς και διαδόχου του καθηγητή τόσο στην πανεπιστημιακή θέση όσο και στη διεύθυνση της ιστορικής χορωδίας των «Μαϊστόρων της Ψαλτικής τέχνης».  Ο πρώτος τόμος επιγράφεται «Θεωρία» και συγκροτείται από  δεκατρείς μελέτες επικεντρωμένες σε ειδικά θεωρητικά ζητήματα που αναφύονται για την Ψαλτική, τόσο από τη μελέτη των πηγών, όσο και από την αντιμετώπιση νέων θεμάτων στη διδασκαλία και στην πράξη της Ψαλτικής. Μια ομάδα από αυτές: 1. Οραματισμοί για το μέλλον της μουσικής. / 2. Η διδασκαλία της ψαλτικής τέχνης, παρελθόν παρόν και μέλλον. /3. Η θεωρητική σπουδή της ψαλτικής τέχνης: Απόπειρα διαχρονικής προσεγγίσεως. / 13. Βυζαντινομουσικολογικές σπουδές: οργάνωση και προοπτικές. / επικεντρώνονται σε θέματα που θα τα χαρακτηρίζαμε οργανωτικά της ύλης διδασκαλίας της Ψαλτικής. Ας μην ξεχνάμε πως οι εκάστοτε θεωρίες και θεωρητικές συγγραφές της μουσικής προκύπτουν όταν έρθει η ώρα να διδαχθεί η πράξη, οπότε κάποιος πρέπει να συστηματοποιήσει τις γνώσεις αλλά και την μέθοδο και τα επίπεδα διδασκαλίας. Πολύ περισσότερο η συστηματοποίηση είναι αναγκαία, όταν η Βυζαντινή Μουσική και Μουσικολογία είναι πλέον ενταγμένες στην ανώτατη βαθμίδα της εκπαίδευσης με αναγνωρισμένους τομείς στα σχετικά Τμήματα Μουσικών Σπουδών των Πανεπιστημίων. Οι μελέτες: 4. Ζωγραφίζοντας τη μουσική: εικονογραφικές οδηγίες στη θεωρία και πράξη της ψαλτικής τέχνης. / 11. Αντιφωνική ψαλμωδία: ενότητα ή ποικιλία; / άπτονται επίσης σχετικών παραλλήλων με τη θεωρία ζητημάτων, καθώς θίγουν θέματα αισθητικής τόσο στην σύνδεση της τέχνης της μουσικής με οπτικά παράλληλα μέσω της σημειογραφίας και του οπτικού κώδικα της χειρονομίας (για την τελευταία μάλιστα έχουμε και μια συγκριτική παράθεση άγνωστης στην ελληνική μουσικολογική έρευνα αντίστοιχης πρακτικής από παραδόσεις της άπω Ανατολής), όσο και της εκτελεστικής πρακτικής και  ζητημάτων επιτέλεσης συγκεκριμένων ρόλων στα ψαλτικά αναλόγια. Οι μελέτες: 5. «Ο κοπιάσας εν τούτω μάλλον ωφεληθήσεται». Ο τροχός της οκταηχίας. / 6. Η έννοια της παραλλαγής στη θεωρία της ψαλτικής τέχνης. / 7. Μια νέα ανάγνωση της παραλλαγής της μουσικής τέχνης: προς μια κριτική έκδοση της θεωρητικής συγγραφής Ιωάννου του Λάσκαρη. / 8. Η Ακριβολογία Ιωάννου ιερέως του Πλουσιαδηνού. / 9. Η «ερμηνεία εις την μουσικήν» Παχωμίου μοναχού του Ρουσσάνου. / 10. «Ακρίβεια κατ’ ερώτησιν και απόκρισιν των τόνων της παπαδικής τέχνης».  «Θεολογική» ανάγνωση της ομωνύμου μεταβυζαντινής θεωρητικής συγγραφής, / βρίσκονται στην καρδιά του θέματος της έρευνας πάνω στην Ψαλτική θεωρία. Περιττό να σημειώσω πόσο σημαντική είναι δημοσίευση και ο σχολιασμός πηγών, ιδίως των βυζαντινών και πρώιμων μεταβυζαντινών κειμένων που μας είναι τόσο πολύτιμα για να προσεγγίσουμε το τεράστιο και ανοικτό ακόμα  θέμα της εξήγησης της παλαιάς σημειογραφίας και της κατανόησης του επί αιώνες ισχύοντος βυζαντινού μηχανισμού μελέτης των Ήχων και των υποκατηγοριών τους. Η ανασκόπηση της θεωρίας του τροχού με την κατάλληλη εικονογραφική υποστήριξη, η δημοσίευση όλου του κειμένου του Πλουσιαδηνού, μαζί με  το μουσικό κείμενο των παραδειγμάτων που το  συνοδεύουν καθώς και η καθαρογραφή  και κατάταξη των υποκατηγοριών των Ήχων και των φθορικών αλλαγών, ο σχολιασμός του κειμένου του Λάσκαρη, και ο σχολιασμός σημείων του Παχωμίου αποτελούν πολύτιμη συμβολή στην περαιτέρω έρευνα της ψαλτικής θεωρίας. Η συμπλήρωση της Ακρίβειας κατ’ ερώτησιν και απόκρισιν… με  στοιχεία που παρέλειψε η έκδοση των Monumenta Musicae Byzantinae, όπου κατά μια καλή έμπνευση του συγγραφέα τονίζονται και οι αναφορές στα συμβολικά στοιχεία του κειμένου, μας δείχνει το δρόμο για νέες οπτικές και ευκαιρίες για μελοποιητική ή και διδακτική εκμετάλλευση. Θεωρώ τη μελέτη: 12. Η Βυζαντινή Μουσική ως tabula rasa:  Ποια θα έπρεπε να είναι η γλώσσα της Βυζαντινής Μουσικής; / ως μία από τις πιο σημαντικές μελέτες του τόμου, διότι  καταπιάνεται με μια από τις  πιο ζωτικές προκλήσεις για τη σύγχρονη Ψαλτική, τη μεταφορά μέλους σε άλλες γλώσσες πλην της ελληνικής.  Σε μια προσπάθεια του συγγραφέα να μεταφερθεί στα Κορεάτικα μια ψαλτική μελωδία, εκτίθενται με σειρά οι τεχνικές για  την επίτευξη τόσο του σημειογραφικού αποτελέσματος σε μια γλώσσα με τόσο διαφορετική γραφή, όσο και του τελικού ακούσματος με τους σωστούς τονισμούς σε πραγματικό λειτουργικό χρόνο εντός του ναού από σύνολο ψαλτών που διδάχθηκαν τη μέθοδο προσαρμογής στη γλώσσα τους. Καθώς οι σχετικές ανάγκες παγκοσμίως πολλαπλασιάζονται, αυξάνεται εκθετικά η αίσθηση της ευθύνης όλων των ειδημόνων της πατρώας γλώσσας στην οποία αποθησαυρίστηκε τόσο αρμονικά ο κύριος όγκος του ρεπερτορίου της Βυζαντινής Μουσικής, αφού πρέπει να ανταποκριθούμε αξιόπιστα στη μεταλαμπάδευση του υλικού σε κάθε γωνιά της γης που το αιτείται. Αυτή η εργασία είναι μια υψηλή άσκηση, καθώς επιστρατεύει κάθε λεπτομέρεια θεωρητικής και πρακτικής πληροφορίας που έχουμε κατακτήσει, με στόχο να επιτευχθεί σωστό, καλαίσθητο και πρακτικά λειτουργικό αποτέλεσμα. Πριν κλείσω την μικρή αυτή παρουσίαση του πρώτου αυτού τόμου των Βυζαντινομουσικολογικών,   θα τολμήσω να μοιραστώ μαζί σας έναν συνειρμό που μου γεννήθηκε πρόσφατα με αφορμή και ένα δημώδες άσμα, καθώς οι μέρες το έχουν επίκαιρο: Ο λαϊκός ποιητής από «τον Αη Βασίλη ζήτησε να πεί κάνα τραγούδι». Και κείνος απάντησε: «Εγώ γράμματα μάθαινα, τραγούδια δεν ηξεύρω». Και η συνέχεια: «Μα σαν ηξεύρης γράμματα, πες μας την Αλφαβήτα… ».  Από τον Χαλδαιάκη μπορεί κάποιος να ζητήσει, χωρίς να φοβάται πως θα λαθέψει στην προσδοκία του, και τραγούδι να πεί, και να ψάλλει για τους Αγίους σε Ήχους α΄ και β΄, και από γράμματα να μας αφήσει παρακαταθήκη και Άλφα τόμο και Βήτα τόμο και εις Ω-μέγα τέλος  πλήρες και καλό να φθάσει.  Του εύχομαι λοιπόν καλή συνέχεια εις το εργάζεσθαι τον ωραίο της Ψαλτικής Λειμώνα και καλή καρποφορία στα δένδρα και στους κλάδους της μουσικής, με κλωνάρια και χρυσοκλώναρα  ευθαλή και κατάφορτα.-

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΛΑΓΕΩΡΓΟΣ

Ἡ ἔκδοση ἑνὸς τόμου ποὺ περιέχει μελέτες σχετικὰ μὲ τὴν βυζαντινὴ μουσικολογία, δὲν θὰ μποροῦσε σὲ καμιὰ περίπτωση νὰ περάσει ἀπαρατήρητος στὴ σύγχρονη μουσικολογικὴ συζήτηση. Πολλῷ δὲ μᾶλλον ὅταν αὐτὸς προέρχεται ἀπὸ τὴν πέννα τοῦ καλοῦ ἀδελφοῦ καὶ δόκιμου ἐργάτη τῆς μουσικολογίας Ἀχιλλέα Χαλδαιάκη, ὁ ὁποῖος εἶναι γνωστὸς γιὰ τὴν συμβολή του στὴ διερεύνηση ἄγνωστων πτυχῶν τῆς βυζαντινῆς μουσικολογίας καὶ ἔχει διακριθεῖ γιὰ ἕνα πλῆθος θαυμάσιων ἐργασιῶν του, ποὺ τὸν κατέστησαν εὑρύτατα ἀναγνωρίσιμο. Στὰ ἤδη γνωστὰ μελετήματά  του ἔρχεται σήμερα νὰ προστεθεῖ καὶ τὸ τρίτομο, ὑπὸ τὸν τίτλο Βυζαντινομουσικολογικά, ἔργο του, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ «συναγωγὴ» κειμένων, ἀναφερομένων στὶς τρεῖς διαστάσεις τοῦ γνωστικοῦ ἀντικειμένου τῆς βυζαντινῆς μουσικολογίας, τὴν θεωρία, τὴν ἱστορία καὶ τὴν μελοποιΐα καὶ τὸ ὁποῖο μᾶς ἐκπλήσσει μὲ τὸν ὄγκο καὶ τὴν ποιότητά του. Εἶναι ἀξιέπαινη καὶ ἡ πρωτοβουλία τῶν ἐκδόσεων Ἄθως νὰ ἐντάξουν στὴ σειρὰ τῶν ἐκδόσεών τους τὰ σημαντικὰ αὐτὰ μελετήματα, καὶ μάλιστα ἐπὶ ἀρίστου χάρτου σὲ ἰδιαίτερα καλαίσθητη ἔκδοση. Ἔχω ἐνώπιόν μου τὸν Β΄ τόμο τῆς σειρᾶς, ὁ ὁποῖος στεγάζει δεκαέξι αὐτοτελὴ κείμενα, ποὺ κοινὸ συνεκτικό τους στοιχεῖο εἶναι ἡ ἀναφορὰ σὲ ἱστορικὰ θέματα τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης. Τὰ περιεχόμενα τῶν κειμένων καλύπτουν κατὰ τὰ λεγόμενα τοῦ συγγραφέως στὸν πρόλογο τοῦ Α΄ τόμου μιὰ μακρὰ περίοδο ἐρευνῶν, συγκεκριμένα εἴκοσι δύο ἐτῶν, καὶ διαφωτίζουν πτυχὲς τοῦ ἑλληνικοῦ μουσικοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς ἑλληνικῆς μουσικῆς σκέψης στὴν διαχρονία της. Θὰ προσπαθήσω, ἐφ’ ἑξῆς, ἐν βραχύτητι, προσαρμοζόμενος καὶ στὶς ἀνάγκες τῆς συνάξεώς μας, νὰ ἀναλύσω καὶ νὰ σχολιάσω μία πρὸς μία τὶς μελέτες τοῦ «ἱστορικοῦ» αὐτοῦ τόμου, ψηλαφίζοντας καὶ τὸ βασικὸ ρεῦμα τῆς σκέψης τοῦ συγγραφέως, τὸ ὁποῖο μπορεῖ καὶ μέσῳ τῆς σύντομης αὐτῆς ἀποτίμησης νὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ γόνιμα συμπεράσματα. Στὸ πρῶτο κείμενο, «Μεγάλοι μελουργοὶ τῆς ψαλτικῆς τέχνης», παρουσιάζονται συνοπτικὰ οἱ μεγάλοι συνθέτες τῆς ψαλτικῆς ἀπὸ τὸν ιδ΄ ὣς τὴν δεύτερη δεκαετία τοῦ ιθ΄ αἰ., μὲ παράλληλη ἔκθεση τῆς δράσης τῶν πλέον λαμπρῶν βυζαντινῶν καὶ μεταβυζαντινῶν μελουργῶν, σὲ σχέση μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῆς τέχνης αὐτῆς καθ’ ἑαυτὴν καὶ εἰδικώτερα τὴν ἐξέλιξη τῆς σημειογραφίας ἢ τὴν δημιουργία τῶν διαφόρων μελοποιητικῶν εἰδῶν. Τὸ ὑπὸ τὸν τίτλο «Πρὸς μία νέα Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς: Ὁ ‘κατάλογος τῶν ὅσοι κατὰ διαφόρους καιροὺς ἤκμασαν ἐπὶ τῃ μουσικῆ ταύτῃ, κατὰ ἀλφάβητον’» κείμενο ἀναφέρεται σὲ μιὰ πρωτοποριακὴ ἰδέα τοῦ συγγραφέως νὰ γράψει μιὰ ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς, συνεχίζοντας καὶ ἐπικαιροποιώντας μὲ τὴν ἔρευνά του τὶς ἀπόπειρες τῶν Κυρίλλου Μαρμαρηνοῦ, Νικηφόρου Καντουνιάρη καὶ Χρυσάνθου τοῦ ἐκ Μαδύτων, οἱ ὁποίοι διὰ τῶν ἀλφαβητικῶν καταλόγων τῶν διδασκάλων μελοποιῶν ποὺ συνέταξαν, παρέχουν ἱστορικὸ ὑλικὸ ποὺ μέχρι σήμερα παραμένει βασικὴ πηγὴ γιὰ τὴν ἱστοριογραφία τῆς Ψαλτικῆς. Στόχος του, ἡ ἀλλιώτικη αὐτὴ Ἱστορία νὰ περιλαμβάνει εὐρὺ ἱστορικοφιλολογικὸ σχολιασμὸ καὶ μουσικολογικὸ ὑπομνηματισμό, συλλογή, ταξινόμηση, ἀποτίμηση καὶ φανέρωση τοῦ συνόλου τοῦ μελοποιητικοῦ ἔργου τῶν διδασκάλων, ὥστε νὰ μετατραπεῖ σὲ ἕνα πεδίο γνώσης τοῦ συνόλου σχεδὸν τῶν δεδομένων τῆς ψαλτικῆς τέχνης. Τὸ κείμενο «Ψαλτικὲς οἰκογένειες. Α΄: Οἱ Ραιδεστηνοί», εἶναι ἕνα ἀπόλυτα ἐνδιαφέρον μελέτημα, τὸ ὁποῖο στηρίζεται σὲ πρωτογενὴ ἔρευνα στὴ χειρόγραφη παράδοση καὶ παρουσιάζει ἱστορικὲς καὶ ἄλλες εἰδήσεις περὶ τῶν μελῶν τῆς συγκεκριμένης οἰκογένειας, διερευνᾶ πιθανὲς σχέσεις μεταξύ των, φανερώνει τὴν δράση καὶ τὸ μουσικό τους ἔργο. Ἐπιπροσθέτως, συμβάλει στὴν ἄρση μιᾶς πλανώμενης (στὴ μέχρι τὴν σύνταξή του σχετικὴ βιβλιογραφία) σύγχυσης τῶν μουσικῶν Δημητρίου τοῦ Ραιδεστηνοῦ καὶ Δαβὶδ Παντοκρατορηνοῦ τοῦ Ραιδεστηνοῦ. Ὁμοειδὲς εἶναι καὶ τὸ ὑπὸ τὸν τίτλο «Συγχύσεις ὁμωνύμων Ἁγιορειτῶν μουσικῶν: Ἡ περίπτωση τῶν Δαμασκηνῶν» μελέτημα, τὸ ὁποῖο, μὲ ἀποκλειστικὰ στηριζόμενα στὶς πηγὲς τεκμήρια, ἀποσαφηνίζει τὴν ταυτότητα δύο ὁμωνύμων  ἁγιορειτῶν μουσικῶν, Δαμασκηνοῦ Ἰβηρίτου καὶ Θεσσαλοῦ καὶ Δαμασκηνοῦ Παντοκρατορηνοῦ καὶ αἴρει πλάνες στὴ σχετικὴ χειρόγραφη καὶ ἔντυπη παράδοση γύρω ἀπὸ τὴν προσωπικότητα καὶ τὸ ἔργο τους. Ὅπως καὶ ὁ τίτλος δηλοποιεῖ, τὸ κείμενο «Δανιὴλ ὁ πρωτοψάλτης: ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του. Πρόδρομη ἀνακοίνωση» ἀποτελεῖ τὸ πρωτοκάρπιο τῆς ἑτοιμαζομένης εἰδικῆς μονογραφίας-προσωπογραφίας γιὰ τὸ βίο καὶ τὸ ἔργο τοῦ πρωτοψάλτου Δανιήλ. Στὸ κείμενο αὐτὸ προσφέρονται συμπυκνωμένα, ἀλλὰ μὲ ὑποδειγματικὴ μεθοδολογία, ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ συνθέτουν τὴν ταυτότητα τοῦ πασίγνωστου αὐτοῦ μελοποιοῦ καὶ ἀναδεικνύουν τὸ ὑψηλῆς ποιότητος ἔργο του. Περὶ τῆς μουσικῆς παραδόσεως τῆς νήσου Ὕδρας, εἰδικῶς δὲ περὶ τῆς ψαλτικῆς δραστηριότητος ὁρισμένων γηγενῶν Ὑδραίων, φορέων τῆς ψαλτικῆς ὁμιλεῖ τὸ κείμενο «Ἡ ψαλτικὴ παράδοση τῆς νήσου Ὕδρας. Α΄. Ὑδραῖοι κωδικογράφοι, μελουργοὶ καὶ ψάλτες». Οἱ ἄγνωστες πληροφορίες ποὺ ἔρχονται στὸ φῶς ἀπὸ τὴν ἐπιτόπια μελέτη τῶν ἀποκείμενων στὴν Ὕδρα μουσικῶν χειρογράφων, ἡ συνεκτίμηση ὁμοειδῶν εἰδήσεων ἀπὸ λοιποὺς κώδικες καὶ ἡ διασταύρωση τῶν προκυψάντων δεδομένων στὴν ὑφισταμένη μουσικολογικὴ βιβλιογραφία παρουσιάζονται μὲ ἐξαντλητικὴ ἐπεξεργασία καὶ ἀκριβὴ σχολιασμὸ μέσα στὸ προμνημονευθὲν κείμενο. Τὸ ὑπὸ τὸν εὑρηματικὸ τίτλο «‘…κενόσπουδα συντάγματα…’ διερεύνηση τῶν αἰτίων καταδίκης τῆς…λεσβιακῆς δυσμουσίας» μελέτημα σχολιάζει μὲ κριτικὴ διάθεση καὶ ἀφορμὴ τὴν δραστηριότητα τοῦ Κων/νου Οἰκονόμου τοῦ ἐξ Οἰκονόμων τὰ αἴτια καταδίκης τοῦ Λεσβίου συστήματος. Ὁ συγγραφέας προσεγγίζει τὸ θέμα μὲ πρωτοτυπία, καθὼς ἐπισημαίνει καὶ τεκμηριωμένα σχολιάζει τρεῖς εἰδικότερες καὶ ἀνεξάρτητες τῆς μουσικολογικῆς διάστασης τοῦ θέματος πτυχὲς τοῦ συστήματος τοῦ Γεωργίου Λεσβίου -ἐθνικοπολιτική, ἐκκλησιαστική, ἀνθρωπολογική- ποὺ συνετέλεσαν καθοριστικὰ -μαζὶ μὲ τὰ ἀκραιφνῶς μουσικολογικὰ αἴτια- στὴν καταδίκη τοῦ συγκεκριμένου συστήματος. Στὸ τέλος τῆς μελέτης ὁ συγγραφέας παρέχει στὸν ἀναγνώστη ἕναν πλήρη κατάλογο ἔργων τοῦ Λεσβίου, ἀλλὰ καὶ μελετῶν ποὺ σχετίζονται μὲ τὸ ὡς ἄνω θέμα. «Μιὰ καλὴ εὐκαιρία γιὰ προδρομικὴ κοινοποίηση» τῆς ἔρευνάς του γύρω ἀπὸ τὸν Ζαφείριο Ζαφειρόπουλο, σύμφωνα μὲ τὰ ὑπὸ τοῦ συγγραφέως σημειούμενα στὸ προοίμιο προσφέρει τὸ ἄρθρο «Ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς νεοελληνικῆς ψαλτικῆς τέχνης: Ζαφείριος Ζαφειρόπουλος ὁ Σμυρναῖος». Ὁ κ. Χαλδαιάκης ἐπικεντρώνει τὸ ἐνδιαφέρον του σὲ ὁρισμένες γενικότερου χαρακτήρα παρατηρήσεις, ἀναδυόμενες ἀπὸ τὰ βιοεργογραφικά του δεδομένα καὶ ἀποτιμᾶ μὲ ἀκρίβεια τὴν πολυσχιδὴ προσωπικότητά του. Καὶ στὸ μελέτημα αὐτὸ ὁ συγγραφέας καταθέτει μιὰ μέθοδο ὡς πρόταση μελλοντικῆς προσέγγισης παρόμοιων θεμάτων. Τὸ παράρτημα ποὺ κατακλείει τὴν μελέτη προσφέρει στὸν ἀναγνώστη σύνολη τὴν μελοποιητικὴ καὶ κωδικογραφικὴ δραστηριότητα τοῦ Ζαφειρίου, συνάμα δὲ καὶ τὴν ἐκδοτικὴ προσπάθεια αὐτοῦ. Ὁ Γεώργιος-Εὐτύχιος Οὐγουρλοῦς εἶναι γνωστὸς ψάλτης καὶ δάσκαλος καὶ μελοποιὸς καὶ κωδικογράφος, ἡ συμβολή του ὅμως στὴν ἐξήγηση τοῦ παλαιοῦ σημειογραφικοῦ συστήματος παρέμεινε παραγνωρισμένη. Ἡ μελέτη «Ἕνας ἀκόμη συνεισφέρων στὸ θέμα τῆς ἐξήγησης: Γεώργιος-Εὐτύχιος Οὐγουρλοῦς» πέρα ἀπὸ τὴν ὁλοκληρωμένη παρουσίαση τῆς μουσικῆς του προσωπικότητος, ἀναφέρεται στὸ ἐξηγητικό του ἔργο, τόσο μὲ τὴν πλήρη καταγραφή του, ὅσο καὶ μὲ μιὰ πρώτη εἰδικότερη μουσικολογικὴ ἀναφορὰ σ’ αὐτό. Αὐτὴ ἡ ἀπολύτως ἐνδιαφέρουσα παρουσίαση ὑποστηρίζεται καὶ μὲ πλούσιο μουσικὸ ὑλικό, ποὺ τεκμηριώνει τὴν ἐξηγητικὴ  συμβολὴ τοῦ Εὐτυχίου. Δύο ἀπὸ τὰ παλαιότερα κείμενα τοῦ κ. Χαλδαιάκη τὸ «Ἐκ τοῦ ἀρχείου Ν. Δ. Λεβίδη: Ἠ δοξολογία τῆς 25ης Μαρτίου 1908 καὶ μιὰ ἀνέκδοτη ἐπιστολὴ τοῦ Κ. Ἀ. Ψάχου» καὶ τὸ «Ὁ Ν. Δ. Λεβίδης καὶ τὸ ἀνακύψαν μουσικὸ ζήτημα κατὰ τὸν Μάϊο τοῦ 1902» ἀποκαλύπτουν μιὰ ἄγνωστη πτυχὴ τῆς ζωῆς τοῦ βουλευτοῦ Ν. Δ. Λεβίδη, γνωστοποιώντας μας τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴν πατρῶα ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ καὶ τοὺς ἀγῶνες του γιὰ τὴν διατήρησή της καὶ τὴν ἀπρόσκοπτη συνέχιση τῆς ἱστορικῆς της πορείας ἔναντι τῆς τάσεως ποὺ παρουσιάσθηκε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη γιὰ τὴν ἀντικατάστασή της ὑπὸ τῆς τετραφώνου μουσικῆς. Στὸ δεύτερο μελέτημα, πέρα ἀπὸ τὴν σκιαγράφηση τῆς μουσικῆς φυσιογνωμίας τοῦ Λεβίδη, δίδεται ὅλη ἡ ἱστορία τῶν γεγονότων καὶ τὰ ἀποτελέσματά τους. Πρόκειται γιὰ ἕνα γεμάτο κείμενο, μὲ παράθεση πολλῶν τεκμηρίων καὶ ἐξαιρετικὴ ἐκμετάλευση τῶν πληροφοριῶν καὶ ἀπὸ τὶς δύο παρατάξεις, ποὺ ταξιδεύει τὸν ἀναγνώστη μέσα ἀπὸ διαλόγους, ἐγκυκλίους, δηλώσεις, ἐπιστολὲς καὶ ἄρθρα σὲ μιὰ ἐποχὴ μουσικῶν συγκρούσεων. Τέσσερεις παράμετροι, ἡ ζωή, τὸ ἔργο, ἡ καλλιτεχνικὴ καὶ ἐπιστημονικὴ δραστηριότητα τοῦ Κ. Ἀ. Ψάχου φωτίζονται μέσα ἀπὸ τὴν μελέτη «Κ. Ἀ. Ψάχος: ὁ ἄνθρωπος, ὁ διδάσκαλος, ὁ μουσικός, ὁ ἐπιστήμων». Τὰ γνωστὰ δεδομένα τῶν ἀνωτέρω σημείων συμπληρώνει ὁ συγγραφέας μὲ νέα, ἄγνωστα στοιχεῖα, ἐνῶ δημοσιεύει γιὰ πρώτη φορὰ ἕναν ἀνέκδοτο καλοφωνικὸ εἱρμὸ κατὰ σύνθεση τοῦ Ψάχου. Καὶ τὸ ἀκολουθοῦν κείμενο ἀναφέρεται στὸν μεγάλο μουσικὸ Κ. Ψάχο. Στὸ «Σημειώματα Κ. Ἀ. Ψάχου ἐπὶ τῶν ἐντύπων μουσικῶν ἐκδόσεων τῆς βιβλιοθήκης του. Α΄ 1820-1882». Ὁ συγγραφέας, ἀνύστακτο καὶ ἀνήσυχο ἐρευνητικὸ πνεῦμα, μετὰ ἀπὸ μιὰ δεκαετὴ ἀναδίφηση στὶς ἔντυπες μουσικὲς ἐκδόσεις τῆς περιφήμου βιβλιοθήκης Κ. Ψάχου, καταγράφει μὲ ὑποδειγματικὸ τρόπο καὶ μεθοδικῶς ταξινομημένα τὰ σημειώματα τοῦ Ψάχου ποὺ συνέλεξε ἀπὸ τὰ ἀποκείμενα στὴ βιβλιοθήκη του μουσικὰ μόνον βιβλία τῆς πρώτης ἑξηκονταετίας τῆς μουσικῆς τυπογραφίας, σημειώματα ποὺ παρέχουν ποικίλα δεδομένα καὶ χρησιμώτατες μουσικολογικὲς πληροφορίες, σκόρπιες μουσικὲς σημειώσεις, δοκίμια νέων συνθέσεων, διορθώσεις δημοσιευμένων μουσικῶν κειμένων κ.ἄ., πολλὰ ἐκ τῶν ὁποίων προσφέρονται στὸ συνοδευτικὸ φωτογραφικὸ παράρτημα. Φροντίζει δὲ καὶ σὲ αὐτὸ τὸ κείμενο καὶ μᾶς προσφέρει ἄγνωστες πτυχὲς τῆς φυσιογνωμίας τοῦ Ψάχου, ποὺ φωτίζουν καὶ ἱκανὰ σημεῖα ἀμφοτέρων τῶν ὄψεων τῆς κατὰ τὸ α΄ μισὸ τοῦ κ΄ αἰ. ἑλληνικῆς μουσικῆς κληρονομιᾶς. Διττὸ στόχο ἐξυπηρετεῖ ἡ ὑπὸ τὸν τίτλο «Συνοπτικὴ θεώρηση τῆς ἑλληνικῆς ψαλτικῆς τέχνης (μὲ ἀφορμὴ τὰ ἀποκείμενα στὴν Ἄνδρο μουσικὰ χειρόγραφα)» μελέτη. Ἀφ’ ἑνὸς δίδει μιὰ γενικὴ ἐπισκόπηση τῆς ἱστορίας τῆς ψαλτικῆς τέχνης, μέσῳ συνοπτικῆς ἀναφορᾶς τῆς διαχρονικῆς παραδόσεώς της καὶ ἀφ’ ἑτέρου ἀναφέρεται –μὲ ἐξαντλητικὸ ὑπομνηματισμὸ καὶ ἐνδελεχὴ τεκμηρίωση- στὴν τοπικὴ ψαλτικὴ παράδοση τῆς νήσου Ἄνδρου, βοηθούμενος ἀπὸ τὴν μελέτη τῶν μουσικῶν πηγῶν ποὺ θησαυρίζονται στὸ νησί. Πρόδρομη ἀνακοίνωση γιὰ τὴν ἐπιχειρούμενη ἀναλυτικὴ καταλογογράφηση τοῦ συνόλου τῶν μουσικῶν χειρογράφων τῆς νησιωτικῆς Ἑλλάδος ἀποτελεῖ τὸ κείμενο «Περὶ τὴν καταλογογράφηση τῶν μουσικῶν χειρογράφων τῆς νησιωτικῆς Ἑλλάδος». Μὲ τὸ κείμενο αὐτὸ ὁροθετεῖται τὸ ὅλο ἐγχείρημα, ἀνιχνεύεται πρωτογενῶς ἡ χρησιμότητά του καὶ σκιαγραφοῦνται ἁδρομερῶς τὰ μέχρι τότε σχετικὰ δεδομένα τῆς βιβλιογραφίας. Τὸ τελευταῖο κείμενο «…ἐκ λόγων πλέκων μελῳδίαν…Μουσικολογικὰ ψήγματα στὸ ἔργο τοῦ Π. Β. Πάσχου» κλείνει μέσα του τὶς διάσπαρτες -ἀπὸ τὴν πληθώρα τῶν ἐπιστημονικῶν ἢ λογοτεχνικῶν δημοσιευμάτων τοῦ παλαιοῦ καθηγητοῦ του στὴν Θεολογικὴ Σχολή- μουσικολογικὲς ἀναφορές, τὶς ὁποῖες ὁ συντάκτης προσφέρει σχολιασμένες καὶ ὑπομνηματισμένες, ὥστε νὰ ἀποκαλύψουν στὸν ἀναγνώστη τὴν μουσικότητα ποὺ διακατέχει τὴν ὅλη φυσιογνωμία τοῦ Π. Β. Πάσχου.  Ὁ τόμος κατακλείεται μὲ τὰ περιστατικὰ συγγραφῆς καὶ τὶς πρῶτες δημοσιεύσεις τῶν περιεχομένων σ’ αὐτὸν μελετημάτων. Τὸ πολύπτυχο σύγγραμμα τοῦ κ. Χαλδαιάκη, -στὸ ὁποῖο εἶναι ἔκδηλη ἡ ἐπισήμανση τῆς ἑνότητος τοῦ προσανατολισμοῦ καὶ τῆς συστηματικῆς σκέψης καὶ δομῆς-, συνθέτει σὲ μιὰ ὀργανικὴ ἑνότητα πολλὲς ἐκφάνσεις τῆς ἱστορίας τῆς μουσικοῦ στοχασμοῦ καὶ προβάλλει τὴν ψαλτικὴ τέχνη τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ ὡς δέσμη ἐπιστημονικῶν ἐπιδιώξεων καὶ ἐπιτευγμάτων, ποὺ ἀποβλέπει ἀφ’ ἑνὸς μὲν στὴν ἐκτίμηση τοῦ παρελθόντος τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ἀφ’ ἑτέρου στὸν προσδιορισμὸ τῶν ἐπιπτώσεων τοῦ μουσικοῦ αὐτοῦ πολιτισμοῦ μέσα στὶς σημερινὲς πολιτιστικὲς προσπάθειες. Τὸ εὑρηματικὸ τάλαντο τοῦ κ. Χαλδαιάκη στὸν τομέα τῶν βυζαντινομουσικολογικῶν ἀναζητήσεων καὶ ἐρευνῶν του εἶναι ἐγγύηση ὅτι ὁ ἀκάματος αὐτὸς μουσικολόγος στὸ μέλλον μὲ τὴν ἴδια δεξιότητα θὰ καταστήσει γνωστὲς καὶ ἄλλες ἄγνωστες ἐνδιαφέρουσες μορφὲς ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης.

 

ΦΛΩΡΑ ΚΡΗΤΙΚΟΥ

Ο τρίτος τόμος του έργου του κου Χαλδαιάκη, υπό τον γενικό τίτλο «Μελοποιία», αποτελεί συναγωγή μελετών του σχετικών με την βυζαντινή σύνθεση και τις τεχνικές της. Ο τόμος συστεγάζει δεκατέσσερεις μελέτες, οι οποίες αναφέρονται στην μορφολογία και την ανάλυση διαφόρων ειδών σύνθεσης, κυρίως δε του Πολυελέου. Ως εισαγωγή του τρίτου τόμου τίθεται μια μελέτη σχετική με τα κριτήρια βάση των οποίων θεωρείται ο μελοποιός, ο βυζαντινός συνθέτης, αλλά και ο ψάλτης σύμφωνα με τους Βυζαντινούς θεωρητικούς. Το δεύτερο κείμενο εξετάζει την εξέλιξη της ψαλμώδησης του Ακαθίστου Ύμνου, από τις αρχαίες καλοφωνικές συνθέσεις της Βυζαντινής περιόδου έως και την σημερινή πρακτική της εμμελούς απαγγελίας-εκφώνησης των Οίκων από τον λειτουργό. Η τρίτη και εξόχως ενδιαφέρουσα μελέτη εστιάζει στις δύο μοναδικές γνωστές μέχρι σήμερα συνθέσεις γυναικών, τις οποίες αναλύει και παρουσιάζει ο ερευνητής-συγγραφέας, με σκοπό ακριβώς να αναδείξει τη γυναικεία συμβολή στην Βυζαντινή σύνθεση αλλά και την γυνακεία αισθητική. Πρόκειται για ένα κοινωνικό Εις μνημόσυνον αιώνιον έσται δίκαιος το οποίο φέρει στην αναγραφή του το όνομα της κόρης του περιφήμου βυζαντινού μελουργού Ιωάννη Κλαδά και τον στίχο Ευλογήσατε τον Κύριον, ο οποίος ανθολογείται υπό το όνομα της Καλογραίας, δηλαδή κάποιας μοναχής. Ο συγγραφέας επιχειρεί μέσω της ανάλυσης των δύο αυτών μοναδικών συνθέσεων να φέρει στο φως τον τρόπο μέσω του οποίου οι τεχνικές σύνθεσης των δύο αυτών έργων αναδεικνύουν την γυναικεία αισθητική και μέσω αυτής την αίσθηση του μέτρου. Στο επόμενο κείμενο εξετάζονται οι «περιπέτειες μιας σύνθεσης», συγκεκριμένα της καλοφωνικής μελοποίησης του δευτέρου στιχηρού ιδιομέλου της α΄ ώρας των Χριστουγέννων από τον Ευνούχο τον Φιλανθρωπηνό, το « ασαφές » όνομα του οποίου δεν αναφέρεται σε καμμιά άλλη σύνθεση. Πιο συγκεκριμένα, παρουσιάζονται εδώ τα ελάχιστα διαθέσιμα μέσω μόνο του ονόματός του βιογραφικά στοιχεία και η ανάλυση της σύνθεσής του.« Το εν ταις αγρυπνίαις ψαλλόμενο Μακάριος ανήρ » κατά σύνθεση του Γερμανού Νέων Πατρών,  είναι το έργο το οποίο διερευνά ο μελετητής στο επόμενο άρθρο του. Πρόκειται για την μελοποίηση των τριών πρώτων ψαλμών του Ψαλτηρίου από τον πολύ γνωστό μελουργό του ιδ΄ αι. Γερμανό Νέων Πατρών, την οποία ο συγγραφέας παρουσιάζει, αναλύει και τέλος καταπιάνεται και με την εξήγησή της στη Νέα Αναλυτική σημειογραφία, σε μια προσπάθεια συνολικής θεώρησης του έργου. Μετά τις πέντε αυτές μελέτες, ακολουθεί μια ενότητα άρθρων σχετιζομένων με το θέμα του Πολυελέου, η οποία φαίνεται να κυριαρχεί στο έργο. Η πρώτη εξ αυτών υπό τον τίτλο «Η μελοποίηση στίχων του Πολυελέου από τον μαΐστορα Ιωάννη Κουκουζέλη» στοχεύει στην ανίχνευση των εσωτερικών χαρακτηριστικών των εν λόγω συνθέσεων του επιφανούς μουσικού του ιδ΄ αι., η οποία βεβαίως συνοδεύεται από τον αντίστοιχο επιστημονικό σχολιασμό. Ακολουθεί η μελέτη «Από το τυπικό της ακολουθίας του Όρθρου: η επιβολή εξωψαλμικών κειμένων στον ψαλμό του Πολυελέου», στην οποία γίνεται ειδική αναφορά ακριβώς στην τακτική προσθήκης-παρεμβολής « ξένων » στίχων-ποιημάτων στους μελοποιημένους στίχους των ψαλμών και στα ιδιαίτερα μορφολογικά χαρακτηριστικά που η τελευταία προσδίδει στις συνθέσεις αυτές. Η πολύ ενδιαφέρουσα αυτή πρακτική χρονολογείται προ του ιδ΄ αιώνος και θυμίζει την παράλληλη λατινική πρακτική παρεμβολής κειμένων σε διάφορα μουσικά-λειτουργικά έργα της λατινικής εκκλησίας, συνθέσεων ευρύτερα γνωστών ως tropi. Το επόμενο κείμενο «Πολυέλεος: Η δευτέρα στάσις, ιστορία, μορφολογία, μελοποιία» αναφέρεται διεξοδικά στην ιστορία των μελοποιήσεων της δεύτερης στάσης του πολυελέου από τον ιδ΄ και έως τον ιθ΄ αιώνα και την μορφολογία τους. Έπεται άρθρο με τον γενικό τίτλο «Λόγον αγαθόν» στο οποίο διερευνώνται τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των συνθέσεων του 44ου ψαλμού από τον ιδ΄ έως και τον ιθ΄ αι. Τα στοιχεία προσφέρονται κατά χρονολογική σειρά και ανά δημιουργούς. Η περί του Πολυελέου ενότητα συμπληρώνεται με δύο μελέτες αναφερόμενες η μεν πρώτη σε έργα του Πέτρου Μπερεκέτη, η δε δεύτερη στον Ιωάσαφ Διονυσιάτη. Ο τίτλος «Παράδοση και νεωτερισμός στο πρόσωπο του Πέτρου Μπερεκέτη» εμπερικλείει την έρευνα του κου Χαλδαιάκη σχετικά με τις δύο συνθέσεις του Πολυελέου Δούλοι, Κύριον από τον Πέτρο Μπερεκέτη και την ανάλυσή τους. Η πρώτη εξ αυτών φέρει όλα τα μορφολογικά χαρακτηριστικά αυτού του είδους των συνθέσεων όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί στην προ του ιη΄ αι. παράδοση, ενώ η δεύτερη εκφράζει άριστα την νεωτεριστική διάθεση του συνθέτη, ο οποίος ακολουθώντας την διάθεση της εποχής του δημιουργεί μια σύντομη σύνθεση. Τα δύο έργα χρονολογούνται περίπου στην ίδια περίοδο και είναι αξιοσημείωτο ότι η πρώτη σύνθεση ανακεφαλαιώνει τα στοιχεία της παράδοσης ενώ η δεύτερη προτείνει μια συντομότερη εκδοχή, αξιοποιώντας συγχρόνως κάποια βασικά παραδοσικά μορφολογικά χαρακτηριστικά. Μέσω αυτής της μελέτης αναδεικνύεται «η οριακή τομή μεταξύ παράδοσης και νεωτερισμού» κατά την ανανεωτική περίοδο του ιη΄ αι. Η τελευταία μελέτη της ενότητας αυτής αναφέρεται στον εξηγητή Ιωάσαφ ιερομόναχο τον Διονυσιάτη, ο οποίος αν και δεν φαίνεται, όπως διαπιστώνει ο ερευνητής, να γνωρίζει ή να ασχολείται με την παράδοση του μέλους των Πολυελέων, επικεντρώνεται κατά κύριο λόγο στις ανθολογήσεις αυτού του είδους των συνθέσεων από την εποχή του Ιωάννου πρωτοψάλτου του Τραπεζουντίου και μετά. Το ενδιαφέρον του Ιωάσαφ φαίνεται ότι συνίσταται σε ανθολογήσεις συνθέσεων, συμπληρώσεις, εξηγήσεις, καλλωπισμούς και συντμήσεις παλαιοτέρων έργων αλλά και σε προσωπικές δικές του συνθέσεις. Παρουσιάζονται λοιπόν επιμελώς όλες αυτές οι μουσικές δραστηριότητες του Ιωάσαφ, με στόχο να αναδειχθούν οι πρακτικές διαστάσεις του πολυποίκιλου έργου του. Μετά το πέρας της ενότητος των μελετών περί τον πολυέλεο ακολουθεί κείμενο στο οποίο παρουσιάζεται και αναλύεται μορφολογικά το μελοποιητικό έργο του Κωνσταντίνου Ψάχου, ελάχιστα γνωστό στο ευρύτερο κοινό. Η μελέτη ολοκληρώνεται με την εν κατακλείδι αποτίμηση των έργων. Η επόμενη μελέτη είναι αφιερωμένη στο πρόσωπο και στο έργο του Βασιλείου Νικολαΐδη, πρωτοψάλτη του Πατριαρχείου κατά την περίοδο 1915-1985. Ο συγγραφέας εδώ καταπιάνεται με τα έργα, κυρίως δε με τις διασκευαστικές προσαρμογές του όπως τις ονομάζει, αλλά και τις αμιγώς προσωπικές του συνθέσεις. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με την περίφημη μελέτη «‘…παλιό κρασί σε νέους ασκούς …’· αναζητώντας το παραδοσιακό υπόβαθρο καινοφανών ψαλτικών μελοποιημάτων». Αυτή η εργασία του κου Χαλδαιάκη πραγματεύεται «την διττή και πρωτογενώς ίσως αντιφατική απόπειρα [των μελουργών]: παραμένοντας στα όρια της διαμορφωμένης παράδοσης να προσκομίσουν παράλληλα ένα καινοφανές προσωπικό συνθετικό στίγμα» όπως αναφέρει ο ίδιος. Επικεντρώνεται με αυτό το σκοπό σε δύο συγκεκριμένες συνθέσεις τις οποίες παρουσιάζει σε διάφορες εκδοχές ώστε να καταλήξει συμπερασματικά ότι η βασική συνθετική τακτική που ακολουθείται είναι η ανάπλαση και επαναδιατύπωση μιας προγενέστερης μουσικής παράδοσης, η οποία παρουσιάζεται ίσως κάποιες φορές σε μια αναλυτικότερη σημειογραφική εκδοχή. Η αποτίμηση του έργου του κου Χαλδαιάκη αποδείχθηκε δύσκολη εργασία. Οι δεκατέσσερεις αυτές μελέτες του κομίζουν στην Βυζαντινή Μουσικολογία πολλά και ποικίλα στοιχεία σχετιζόμενα κυρίως βέβαια με το θέμα της μορφολογίας των βυζαντινών συνθέσεων με το οποίο έχει καταπιαστεί με διάφορες αφορμές και το οποίο, όπως γνωρίζουμε, αποτελεί ένα από τα βασικά σημεία εστίασης του ερευνητικού του έργου. Η μορφολογία των διαφόρων συνθέσεων σε συνδυασμό με την ανάλυσή τους, με την ανάδειξη δηλαδή των θέσεων της βυζαντινής σημειογραφίας και των συνδυασμών τους, οι οποίες αρμοδίως χρησιμοποιούνται στα διάφορα είδη σύνθεσης, αποτελεί τον πυρήνα του κλάδου της Βυζαντινής Μουσικολογίας και τον βασικότερο άξονα για την κατανόηση του πολιτισμικού πλούτου των βυζαντινών συνθέσεων. Γι’ αυτό το λόγο η προσφορά του κου Χαλδαιάκη στην επιστήμη την οποία υπηρετούμε θεωρώ ότι είναι ανεκτίμητη, καθώς θέτει σε πολλά επιμέρους θέματα τις βάσεις για επερχόμενες έρευνες σ’ αυτόν τον τομέα και υποδεικνύει τον ορθό τρόπο ερευνητικής εργασίας στο δυσκολότερο ίσως σημείο, όταν ο ερευνητής βρίσκεται μόνος, αντιμέτωπος με μια σύνθεση, με μια παρτιτούρα σε στενογραφική σημειογραφία. Για την προσφορά του αυτή -και για πολλά άλλα- τον ευχαριστώ θερμότατα.

 

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΗΣ

Μὲ μεγάλη χαρὰ ἀποδέχθηκα τὴν τιμὴ καὶ δέχθηκα νὰ παρουσιάσω τὸν Δ΄ Τόμο τῆς σειρᾶς Βυζαντινομουσικολογικά, τῶν ἐκδόσεων «ΑΘΩΣ», τὴν ὁποία ἐγκαινίασε ὁ Ἐκδοτικὸς Οἶκος «ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ Α.Ε.», ὑπὸ τὴν διεύθυνση τοῦ ἀγαπητοῦ, ἐπιστήθιου φίλου καὶ συναδέλφου, τοῦ παραδερφοῦ μου Ἀχιλλέως Γ. Χαλδαιάκη, ἤδη Ἀναπληρωτοῦ Καθηγητοῦ Βυζαντινῆς Μουσικολογίας τοῦ Τμήματος Μουσικῶν Σπουδῶν τοῦ Ἐ.Κ.Π. Ἀθηνῶν. Ἡ δὲ χαρά μου, γίνεται μεγαλύτερη, διότι, πέρα ἀπὸ τὸ ὅτι ἔχω νὰ παρουσιάσω τὴν ἐργασία ἑνὸς ἀγαπητοῦ προσώπου, τὸ ἔργο μὲ τὸ ὁποῖο θὰ ἀσχοληθῶ ἐδῶ σήμερα εἶναι σπουδαῖο καὶ περισπούδαστο. Πρόκειται, λοιπόν γιὰ τὸν Δ΄ Τόμο τῶν Βυζαντινομουσικολογικῶν, ὁ ὁποῖος, ὅμως, διαφοροποιεῖται ἀπὸ τοὺς τρεῖς προηγούμενους, ποὺ οἱ προλαλήσαντες, ἐπίσης ἀγαπητοὶ φίλοι καὶ συνάδελφοι, ἤδη παρουσίασαν. Ἡ διαφοροποίηση ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἐν λόγῳ Τόμος δὲν ἀποτελεῖ ἑρανισμὸ καὶ συγκέντρωση αὐτοτελῶν μουσικολογικῶν μελετῶν τοῦ συγγραφέως, ἀλλὰ μία μονογραφία, ἕνα μεγάλο, αὐτοτελὲς καὶ ἑνιαῖο σύγγραμμα. Τίτλος τοῦ ἔργου, «Ὁ Πολυέλεος Παρθενίου ἱερομονάχου τοῦ Μετεωρίτου», καί, βεβαίως, ἀπὸ τὸν τίτλο καὶ μόνο, μπορεῖ κανεὶς εὔκολα νὰ συμπεράνει ὅτι τὸ περιεχόμενο θὰ εἶναι ἐξαιρετικό. Αὐτό, διότι εἶναι γνωστὴ σὲ ὅλους ἡ μνημειώδης διδακτορικὴ διατριβὴ τοῦ Ἀχιλλέα Χαλδαιάκη «Ὁ Πολυέλεος στὴ Βυζαντινὴ καὶ Μεταβυζαντινὴ Μελοποιία» (Ἀθήνα 2003), ἔργο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ συγγραφέας του κατέστη ὁ ἀπολύτως εἰδικὸς ἐπὶ τοῦ συγκεκριμένου εἴδους μελοποιίας, δυνάμενος νὰ κινεῖται μὲ μεγίστη ἄνεση σὲ ὅ,τιδήποτε σχετίζεται μὲ αὐτό -καί, φυσικά, ὄχι μόνο μὲ αὐτό- ἐπιπλέον δε, ἔχοντας καὶ ἀπόλυτη ἐποπτία ἐπὶ τοῦ ὑλικοῦ καὶ ὅλων τῶν πτυχῶν τοῦ κεφαλαίου «Πολυέλεος». Ὅταν έχει συγγράψει κανεὶς κοντὰ στὶς χίλιες πυκνογραμμένες καὶ μικρογράμματες ἔντυπες σελίδες γιὰ τὸν Πολυέλεο, γενικῶς, καὶ ἔπειτα παραδίδει στὴ δημοσιότητα ἄλλες τετρακόσιες πενήντα γιὰ μία μόνο μελοποίηση Πολυελέου, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἀναγνωρίζεται καὶ ὡς ὁ πλέον εἰδικὸς ἐπὶ τοῦ θέματος. Ἡ σπουδαιότητα, ὅμως, τῆς παρουσιαζόμενης ἀπὸ τὸν ὁμιλοῦντα συγγραφῆς, ἐνισχύεται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Παρθένιος Μετεωρίτης, τοῦ ὁποίου ὁ Πολυέλεος ἐξετάζεται στὴν ἐν λόγῳ ἔκδοση ἐξονυχιστικά, δὲν εἶναι κάποιος τυχαῖος μελουργός. Ἴσως δὲν μπορεῖ νὰ καταταγῆ στὴν ὁμήγυρη τῶν πρωτοκορυφαίων διδασκάλων τῆς Ψαλτικῆς τῆς ἐποχῆς του, περὶ τὸ δ΄ τέτρατο τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος, δὲν εἶναι ὅμως διόλου εὐκαταφρόνητος ὡς μελουργός, καθὼς ἔχει καταστῆ φανερὸ ἀπὸ τὴ σχετικὴ γι’ αὐτὸν Μουσικολογικὴ Σπουδὴ τοῦ καθηγητοῦ καὶ διδασκάλου μας Γρηγορίου Θ. Στάθη (ἡ Η΄ Μουσικολογικὴ Σπουδή, Ἀθήνα 1993). Ρίχνοντας μιὰ προσεκτικὴ ματιὰ στὴ δομὴ καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ βιβλίου, παρατηροῦμε ὅτι ὁ Ἀχιλλέας Χαλδαιάκης παραθέτει ἀρχικὰ τὶς πηγές του, τοὺς χειρόγραφους μουσικοὺς κώδικες, ποὺ ἄμεσα ἢ ἔμμεσα σχετίζονται μὲ τὸ ἀντικείμενο μελέτης του. Μεγάλος, πράγματι, ἀριθμὸς χειρογράφων, ἐνῶ ἐξαιρετικὰ πλούσια εἶναι καὶ ἡ βιβλιογραφία, ποὺ παρατίθεται εὐθὺς ἀμέσως, μάλιστα, κατὰ ἕναν εὔχρηστο τρόπο ταξινομημένη θεματικῶς. Στὸ σύντομο Προοίμιο τοῦ βιβλίου, ὁ ἀναγνώστης βρίσκει κάθε πληροφορία, ποὺ ἀφορᾶ ἀφενὸς τὸν Παρθένιο Μετεωρίτη καὶ ἀφετέρου τὴ μελοποίησή του, τὸν Πολυέλεο «Δοῦλοι Κύριον…» σὲ ἦχο Δεύτερο. Ἐδῶ, εὐθὺς ἐξαρχῆς μαθαίνουμε ὅτι Παρθένιος ὑπῆρξε Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, ἀλλὰ λαμβάνουμε καὶ κάθε σχετικὴ κωδικολογικὴ καὶ βιβλιογραφικὴ πληροφορία γιὰ τὴ μελοποίηση. Περιγράφεται ἡ συχνότητα ἀνθολογήσεώς της στὶς χειρόγραφες μουσικὲς πηγές, ἀπὸ τὴν πρωϊμότερη ὡς τὶς πλέον πρόσφατες, ἡ ἐξήγησή της στὴ Νέα Μέθοδο ἀναλυτικῆς σημειογραφίας καὶ οἱ ἐξηγητές της, ἡ προσαρμογή της στὴ ρουμανικὴ γλῶσσα καὶ ἄλλα πολλὰ καὶ ἐνδιαφέροντα. Ὁ Χαλδαιάκης ἀκολουθεῖ στὴ συνέχεια τὴ μεθοδολογία ποὺ ὁ ἴδιος ἔχει προτείνει καὶ καθιερώσει γιὰ τὴν «διεξοδικὴ ἐξιχνίαση» κάθε σύνθεσης Πολυελέου. Μὲ αὐτὸν τὸν ὁδηγὸ περνᾶ στὸ Κυρίως Μέρος τῆς ἔρευνάς του. Πρὶν περάσω, ὅμως, σὲ αὐτό, θὰ ἤθελα νὰ μείνω σὲ μιὰ ὑποση-μείωση τοῦ Προοιμίου, στὴν ὁποία ὁ συγγραφέας ὑπενθυμίζει, ὅτι μὲ τὸν συγκεκριμένο Πολυέλεο ἀσχολήθηκε στὶς σελίδες 247 – 250 τῆς διδακτορικῆς του διατριβῆς. Τὸ ἐπιστημονικὸ μεγαλεῖο, ὅμως, τοῦ ἀνδρὸς φαίνεται στὴν ὁμολογία του, ὅτι στὸν παρουσιαζόμενο Τόμο ἐκείνη ἡ ἀναφορὰ «ὄχι μόνο συμπληρώνεται, διευρυνόμενη, ἀλλὰ ἐνίοτε καὶ διορθώνεται, ἐλεγχόμενη διεξοδικότερα» (σελ. 43, σημείωση 19). Ἔτσι, προχωρᾶ ἡ ἐπιστήμη. Στὸ κυρίως μέρος, ἀρχικά, γίνεται λόγος γιὰ τὶς ἀναγραφές, ποὺ συνοδεύουν τὸν Πολυέλεο τοῦ Παρθενίου Μετεωρίτου στὶς χειρόγραφες μουσικὲς πηγές, γιὰ τὴ σειρὰ ἀνθολογήσεώς του στὶς μουσικὲς Παπαδικὲς καὶ Ἀνθολογίες καὶ γιὰ τὶς ἐπωνυμίες τοῦ μελουργοῦ. Μὲ ὅλα τοῦτα ἀποκαλύπτεται ἡ ἐπιστημονικὴ ἀρετὴ τοῦ Χαλδαιάκη, νὰ ἔχει ἐξαιρετικὴ ἐποπτεία τοῦ ὑλικοῦ του˙ τῶν πηγῶν του. Ἀμέσως μετὰ εἰσέρχεται σὲ λεπτὰ ζητήματα σημειογραφικῆς μορφολογικῆς ἀνάλυσης τοῦ ἔργου. Ἡ βαθιὰ γνώση καὶ πλατιὰ ἐμπειρία τοῦ συγγραφέως ἐπὶ ζητημάτων μουσικῆς παλαιογραφίας ἀναδεικνύεται ὄχι μόνο στὸν σχολιασμὸ τῶν μελικῶν «θέσεων» τοῦ Δευτέρου ἤχου τῆς μελοποιήσεως, ἀλλά, κυρίως, στὴ διεισδυτικὴ ματιὰ τοῦ μελετητῆ στὶς σημειογραφικὲς συνάφειες καὶ στοὺς μελικοὺς συσχετισμοὺς σὲ ὅλο τὸ εὖρος τοῦ Πολυελέου. Καταγράφεται, λοιπόν, στὴν ἑνότητα αὐτὴ πλῆθος θέσεων μὲ ὁδηγὸ τὶς Μεγάλες Ὑποστάσεις Χειρονομίας, ποὺ ἀπαντοῦν συχνότερα ἢ ἀραιότερα στὸ ἔργο,καὶ μάλιστα, διακρίνεται -πολὺ ὀρθά- τὸ μέλος τοῦ «τρέχοντος ποιητικοῦ κειμένου» (ὅπως ὁ ἴδιος τὸ χαρακτηρίζει) τοῦ Πολυελέου, τῶν ψαλμικῶν στίχων, δηλαδή, ἀπὸ τὸ μέλος «τῶν ληκτικῶν συλλαβῶν» (πάλι ὁρολογία τοῦ συγγραφέως) τῶν τελευταίων λέξεων τῶν στίχων. Τὸ πρᾶγμα, ὅμως, δὲ σταματᾶ ἐδῶ, ἀφοῦ ὁ Χαλδαιάκης  ἀναζητᾶ τὴν μελοποιητικὴ παράδοση τῶν Πολυελέων σὲ Δεύτερο ἦχο καὶ τὶς τυχὸν ἐπιρροὲς τοῦ Παρθενίου ἀπὸ προγενέστερες ἀντίστοιχες δημιουργίες. Ἔπειτα ἀπὸ λεπτομερῆ συγκριτικὴ μελέτη, ἀποδεικνύει τὴν πρωτοτυπία τοῦ ἔργου τοῦ Παρθενίου καί, γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές, παραθέτει δείγματα ἄλλων ὁμόηχων Πολυελέων ἀπὸ ἔγκυρα μουσικὰ χειρόγραφα, μὲ μέλη, ὄντως, κατὰ πολὺ διαφέροντα. Ἰδιαίτερο λόγο κάνει καὶ γιὰ τὰ δύο Δοξαστικὰ Μαθήματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἐπισφραγίζεται ὁ Πολυέλεος, ὅπου ἐπισημαίνει μελοποιητικὰ φαινόμενα «παλιλλογίας», «ἐπανάληψης», «ἀπόδοσης», «μίμησης πρὸς τὰ νοούμενα» (μεταφέρω τὴν ὁρολογία ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ ἴδιος) καὶ ἄλλα. Ἐξονυχιστικὴ δὲ εἶναι ἡ περιγραφὴ καὶ ἀνάλυση τοῦ Νενανισμοῦ καὶ τοῦ Κρατήματος, ποὺ συνοδεύουν τὰ Μαθήματα, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ δεύτερο (τὸ Κράτημα) μεταγράφει καὶ παραδίδει σὲ ἀναλυτικότερη γραφή. Ἔπειτα ἀπὸ τὰ σημειογραφικὰ καὶ μελοποιητικὰ ζητήματα, ὁ Χαλδαιάκης ἐπιστρέφει -ἀναλυτικὰ τώρα- σὲ κωδικολογικὰ θέματα, παρακολουθεῖ τὴ χειρόγραφη παράδοση τοῦ Πολυελέου καὶ καταλήγει σὲ πολύτιμα συμπεράσματα γιὰ τὴν ἀπήχηση καὶ τὴ λατρευτικὴ χρήση τῆς ἐν λόγω σύνθεσης τοῦ Παρθενίου κατὰ περιοχές. (Φαίνεται νὰ ἦταν ἀρκετὰ διαδεδομένη.) Πολύτιμη γιὰ τὸν μελετητῆ τοῦ παρόντος Τόμου εἶναι ἡ παράθεση τῶν πανομοιοτύπων τοῦ Πολυελέου ἀπὸ τὸν μετεωρητικὸ κώδικα Ἱ. Μονῆς Μεταμορφώσεως 329, ἀπὸ τὸ φ. 108α – 114α. Ἔτσι, μπορεῖ κανεὶς νὰ διασταυρώσει «ἰδίοις ὅμμασι» ὅλες τὶς παρατηρήσεις τοῦ Χαλδαιάκη καὶ νὰ βεβαιωθεῖ γιὰ τὴν ἀκρίβεια τῶν ἐπισημάνσεών του. Φθάνει, ἔπειτα, ὁ λόγος τοῦ Χαλδαιάκη σὲ ζητήματα ἐξηγήσεως τῆς μουσικῆς γραφῆς τοῦ Πολυελέου στὴ Νέα Μέθοδο, τόσο ἀπὸ τὸν ἐξηγητὴ Ἰωάσαφ Διονυσιάτη (τὸν ΙΘ΄ αἰῶνα), ὅσο καὶ ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Γρηγόριο Θ. Στάθη, κατὰ τοὺς ὕστερους καιρούς. Διευκρινίζει ὅτι ἔχουμε δύο ἐξηγητικὲς παραδόσεις σὲ ἔξω καὶ ἔσω Δεύτερο ἦχο καὶ ὅλα τὰ παραπάνω τὰ προσφέρει στὴν ἐπιστημονικὴ καὶ ἱεροψαλτικὴ κοινότητα σὲ 75 ὁλόκληρες σελίδες. Δυστυχῶς, ὁ χρόνος δὲν ἐπιτρέπει νὰ μείνω ἄλλο ἐδῶ, παρότι πρόκειται γιὰ ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρον ζήτημα, ὅπως, ἄλλωστε, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα˙ τοῦ καλλωπισμοῦ (σσ. 245 – 272 τοῦ βιβλίου) τοῦ Πολυελέου καὶ τῆς συντμήσεώς του (σσ. 273 – 291), πάλι ἀπὸ τὸν Ἰωάσαφ Διονυσιάτη. Παρότι ὁ χρόνος μου παρέρχεται γοργά, δὲν μπορῶ νὰ μὴν ἀναφερθῶ, ἔστω ἐν συντομίᾳ, στὴν τελευταία ἑνότητα τοῦ Κυρίως Μέρους τοῦ βιβλίου, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ἀχιλλέας Χαλδαιάκης ἐπισημαίνει καὶ σχολιάζει τὴν προσαρμογὴ τοῦ Πολυελέου τοῦ Παρθενίου στὴ Ρουμανικὴ γλῶσσα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔκδοσή του σὲ διάφορες ἔντυπες Ἀνθολογίες ἐκκλησιαστικῶν μελῶν. Οἱ περίπου 100 σελίδες τοῦ Ἐπιμέτρου μὲ τὰ δημοσιευμένα πανομοιότυπα τοῦ Πολυελέου ἀπὸ ἀθηναϊκοὺς καὶ ρουμανικοὺς κώδικες καὶ μὲ τὰ εὔχρηστα εὐρετήρια, καθιστοῦν τὴν ἔκδοση πληρέστατη καὶ ὑποδειγματική. Τώρα, ἂν ἔπρεπε νὰ σχολιαστεῖ τὸ βιβλίο καὶ ἀπὸ τυπογραφικῆς πλευρᾶς, θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηριστεῖ, μὲ μιὰ λέξη, κομψοτέχνημα. Οἱ ἔγχρωμες, καλῆς ποιότητας φωτογραφίες τῶν σελίδων τῶν χειρογράφων καὶ οἱ κομψότατες διχρωμίες στὰ μουσικὰ παραδείγματα, τὰ ὁποῖα εἶναι καταγεγραμμένα μὲ τὴν μοναδικὴ μουσικὴ σημαδοσειρὰ Stathis Serries, ἀλλὰ καὶ ἡ γενικότερα πολὺ ἐπιμελημένη σελιδοποίηση, ἀπὸ τὴν πρώτη ὡς τὴν τελευταία σελίδα, μὲ εὐανά-γνωστα στοιχεῖα, ἐντάσσουν τὸ βιβλίο στὶς ἐξαιρετικὲς καὶ καλαίσθητες δουλειὲς τοῦ Ἐκδοτικοῦ Οἴκου «ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ Α.Ε.», ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ὁ Οἶκος μᾶς ἔχει συνηθίσει. Κύριε Σταμούλη, συγχαρητήρια. Μὲ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ παρόντος βιβλίου ὁ Ἀχιλλέας Χαλδαιάκης καταφέρνει νὰ μᾶς πείσει ὅτι ὁ Πολυέλεος «Δοῦλοι Κύριον…», σὲ ἦχο Δεύτερο, τοῦ Παρθενίου Μετεωρίτου, τοῦ Ἡγουμένου τῆς Μεγάλης Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Μετεώρων, εἶναι μία ἄξια ἰδιαί-τερου λόγου μελοποίηση. Πολὺ δίκαια ὁ ἴδιος ἀφιέρωσε τόσο ἐπιστημονικὸ κόπο καὶ ἐκδοτικὸ μόχθο γι’ αὐτόν. Εἶναι εὐνόητο, ὅτι ἡ μουσικολογικὴ καὶ ἱεροψαλτικὴ κοινότητα ἀναμένει καὶ ἄλλα παρόμοια ἔργα ἀπὸ τὸν σπαυδαῖο Βυζαντινομουσικολόγο. Ἀγαπητὲ Ἀχιλλέα, συγχαρητήρια. Καλοτάξιδη ὅλη ἡ σειρά.

 


[1] Παραθέτω ἐδῶ, γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ πράγματος, τὸ κείμενό της:

Μόνο ένα συναίσθημα κατακλύζει αυτή την ώρα την ψυχή μου: ευγνωμοσύνη. Ευγνωμοσύνη για όλα. Ευγνωμοσύνη απευθυνόμενη προς όλους!

Απόψε είμαι ιδιαίτερα συγκινημένος, καθώς έχω τη ξεχωριστή χαρά να βρίσκεται κοντά μου η μάνα μου, Ευαγγελία, αλλά και ο αδελφός μου, ο Νίκος. Τη βαρειά σκιά της απουσίας του μακαριστού πατέρα μου, Γεωργίου, απαλύνει η τιμητική απόψε εδώ παρουσία του πνευματικού μου πατέρα και διδασκάλου, του καθηγητού Γρηγορίου Στάθη. Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον Πρύτανη του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, καθηγητή κ. Θεόδωρο Φορτσάκη, και την Κοσμήτορα της Φιλοσοφικής Σχολής, καθηγήτρια κ. Ελένη Καραμαλέγκου, που με τιμούν απόψε με την παρουσία τους. Κι ευχαριστώ κι όλους τους συναδέλφους καθηγητές, αλλά και τους μουσικολογιώτατους ψάλτες, που πάντοτε, και ιδιαιτέρως απόψε, με ανατροφοδοτούν με την υποστήριξή τους. Ξεχωριστή είναι η ευγνωμοσύνη μου προς τους ομιλητές της αποψινής εκδήλωσης: τον Θωμά Αποστολόπουλο, τον Δημήτρη Μπαλαγεώργο, τη Φλώρα Κρητικού και τον Κώστα Καραγκούνη. Συντέσσερις είναι συνάδελφοι, φίλοι, αδελφοί, παιδιόθεν συνοδίτες μου στα μονοπάτια της τέχνης και της επιστήμης. Τους ευχαριστώ για τον κόπο στον οποίο υπεβλήθησαν και για την ποιότητα των αποψινών παρουσιάσεών τους. Ιδιαίτερα ευχαριστώ τις εκδόσεις Άθως του κ. Αθανασίου Σταμούλη, που με τιμά απόψε με την παρουσία του, καθώς ευαρεστήθηκαν να εντάξουν τα βιβλία μου στις δόκιμες εκδόσεις τους, εγκαινιάζοντας μάλιστα την υπό τον τίτλο Βυζαντινή Μουσικολογία νέα εκδοτική σειρά. Τόσο τον κ. Αθανάσιο Σταμούλη, όσο και τον επίσης παριστάμενο απόψε εδώ γιό του Πορφύρη ευχαριστώ επιπρόσθετα για την άψογη συνεργασία μας και το άρτιο αισθητικό αποτέλεσμα του όλου εκδοτικού εγχειρήματος. Τους αγαπητούς μου φοιτητές του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά και όλους τους μαθητές μου, αυτήν την αστείρευτη πηγή καλλιτεχνικής και ακαδημαϊκής έμπνευσης που μου επιδαψιλεύει η θεία πρόνοια, ευχαριστώ επίσης από καρδιάς για την αποψινή τους αγαπητική συμπαράσταση. Τελευταίους, αλλά όχι έσχατους, μνημονεύω τους όντως οικογενείς μου, την Λουκία, την Ευαγγελία και τον Παναγιώτη, τον Γιώργο, τον Μιχάλη, την Κυριακή, που με περιβάλλουν κι απόψε με την αγάπη τους. Σ’αυτούς αρμόζει στην πραγματικότητα ο έπαινος και το χειροκρότημά σας. Θάθελα, ενωτιζόμενος το αγιογραφικό: «ευφημεί τις; ψαλλέτω», θάθελα λέω κλείνοντας να εκφράσω τη χαρά και ευγνωμοσύνη μου με ένα τραγούδι, με ένα ύμνο δοξολογητικό. Και δεν βρίσκω καταλληλότερους συντραγουδιστές από τους πεφιλημένους μου Μαϊστορες της Ψαλτικής Τέχνης, με τους οποίους συμπορευόμαστε καλλιτεχνικά τα τελευταία δέκα χρόνια, που τους καλώ να παρέλθουν στη σκηνή για να σας ψάλλουμε ένα κατεξοχήν αίνο, το κυριακό κοινωνικό Αινείτε τον Κύριον εκ των ουρανών, αλληλούια, μελοποιημένο σε ήχο πρώτο από τον Αθανάσιο Μαργούνιο τον Κρήτα, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως κατά τις αρχές του 18ου αιώνα. Την αποψινή μας εκδήλωση θα κλείσει η χορωδία του εν Αθήναις Συλλόγου Μουσικοφίλων Κωνσταντινουπόλεως, υπό τη χοραρχία του Άρχοντος Μουσικοδιδασκάλου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας κυρ Δημοσθένη Παϊκόπουλου. Τόσο τον άρχοντα χοράρχη όσο και τον πρόεδρο του Συλλόγου, κ. Σταμάτη Κίσσα, ευχαριστώ ιδιαίτερα για την ολόθυμη αποδοχή της πρόσκλησής μου, να λαμπρύνουν με την παρουσία τους την αποψινή εκδήλωση και καθηδύνουν με την ηδυμελή ερμηνεία τους τις ακοές μας. Στο πρόσωπό τους, τόσο προσωπικά όσο και εκ μέρους του Πανεπιστημίου μας, τιμούμε καθεαυτήν την Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία, μάλιστα επ’ ευκαιρία της αγομένης διακοσιοστής επετείου από της μουσικής μεταρρύθμισης του 1814, προς την οποία σταθερά και απαρέγκλιτα είναι πάντοτε προσανατολισμένη η σκέψη, η αγάπη και ο σεβασμός μας…

Ἀνάλογη ἐκδήλωση βιβλιοπαρουσίασης καὶ τῶν τεσσάρων παραπάνω τόμων ἔγινε ἐπίσης στὴ Θεσσαλονίκη, κατὰ ὀργάνωση καὶ στοὺς χώρους τοῦ Τμήματος Μουσικῶν Σπουδῶν τοῦ ΑΠΘ, τὴν Πέμπτη 14 Μαΐου 2015. Γιὰ τὰ βιβλία μίλησαν ἐκεῖ οἱ συνάδελφοι Μαρία Ἀλεξάνδρου, Μανόλης Γιαννόπουλος, Νεκτάριος Πάρης καὶ Γιάννης Λιάκος, ἐνῶ τὴν ἐκδήλωση ἔκλεισε μὲ ἁρμόδιους ὕμνους ὁ ὑπὸ τὴ διεύθυνση τοῦ τελευταίου χορὸς ψαλτῶν «Θεσσαλονικεῖς Ὑμνωδοί». Εὐχαριστήρια ἀντιφώνηση ἀπηύθυνε, τέλος, ὁ Ἀχιλλέας Χαλδαιάκης[1].

 Re_ Βιβλιοπαρουσίαση, 14 Μαϊου, τελική μορφή πρόσκλησης

Παραθέτω ἐπίσης ἐδῶ, γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ πράγματος, τὶς βιβλιοπαρουσιάσεις τῶν παραπάνω συναδέλφων:

 

ΜΑΡΙΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

O πρώτος τόμος της Τριλογίας «Βυζαντινομουσικολογικά», με υπότιτλο «Θεωρία» είναι αφιερωμένος στους φοιτητές και τις φοιτήτριες του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Περιέχει 13 κείμενα, γραμμένα κατά την περίοδο 2000-2014, που εντάσσονται στους εξής θεματικούς κύκλους:

  • Bυζαντινές Μουσικές Σπουδές: επιστημολογικά ζητήματα και οραματισμοί
  • Διδακτική Bυζαντινής Μουσικής: διαχρονική προσέγγιση και ζητήματα μεθοδολογίας
  • Θεωρία του Παλαιού Συστήματος: κείμενα σχετικά με την Προθεωρία Παπαδικής, τον Ιωάννη Πλουσιαδηνό, Iωάννη Λάσκαρη, Παχώμιο Ρουσάνο, και την ανώνυμη Ακρίβεια
  • Θέματα Ψαλτικής Τέχνης: Αντιφωνική ψαλμωδία, Ακτινοβολία της βυζαντινής μουσικής: η περίπτωση της Ψαλτικής Τέχνης στην Κορέα

Μερικές λέξεις κλειδιά γύρω από τις οποίες υφαίνεται ο μουσικολογικός λόγος σχετικά με τα θέματα της Θεωρίας της Παλαιάς και της Νέας Μεθόδου είναι οι εξής: παραλλαγή, μετροφωνία, μέλος, χειρονομία, και η σχέση δασκάλου-μαθητή. Μελετώντας τον τόμο, μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι περιέχει σημαντικό, πρωτότυπο υλικό, το οποίο παρουσιάζεται σε καθαρή δομή και με γλαφυρό τρόπο, πλασιωμένο από εξαιρετικά μουσικά παραδείγματα και εικόνες. Η γραφίδα του συγγραφέα χαρακτηρίζεται από μια λεπτότητα στη σύλληψη των ποικίλων μουσικολογικών προβληματισμών, συνδυασμένη με τόλμη και οραματισμούς για το μέλλον της βυζαντινής μουσικής, οι οποίοι στηρίζονται στη βαθειά γνώση του παρελθόντος της και στη δυναμική συμμετοχή στη διαμόρφωση του παρόντος της. Θα ήθελα να σταθώ σε λίγα παραδείγματα μόνο, σε οκτώ βηματισμούς:

  1. Ο συγγραφέας προχωράει στη συστηματική αξιοποίηση στοιχείων της Παλαιάς Μεθόδου, για την καλύτερη και σε βάθος κατανόηση θεμάτων της Νέας. Σε κάποιο κείμενο φαίνεται η Μέθοδος “Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών”, με την αποκατάσταση της παλαιάς παραλλαγής, με τη νέα παραλλαγή και με την αντιπαραβολή παλαιάς-νέας γραφής, μαζί με ερμηνευτικές λεπτομέρειες για την ψαλμώδησή της.
  2. Στο κείμενο με τίτλο «Ζωγραφίζοντας τη μουσική», γίνεται μια πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση ομοιοτήτων ανάμεσα στη βυζαντινή χειρονομία και στάσεις χεριών στον βουδισμό, κάτι το πρωτοφανές στην έρευνα περί της βυζαντινής χειρονομίας.
  3. Στο κείμενο περί του τροχού, ο μουσικολογικός στοχασμός αναπτύσσεται με βάση τις συντεταγμένες: σχήμα, ανάγνωση, συμβολισμός, φιλοσοφικό υπόβαθρο και μουσικολογικό νόημα, οδηγώντας τον αναγνώστη σε μια ολιστική θεώρηση αυτού του περίφημου διαγράμματος των παλαιών βυζαντινών χειρογράφων.
  4. Σημαντική είναι η συμβολή του συγγραφέα στη διερεύνηση των διάφορων στρωματώσεων της έννοιας της παραλλαγής στην Παλαιά Μέθοδο, ειδικά με τις μελέτες του γύρω από το μουσικοθεωρητικό έργο του Ιωάννου Πλουσιαδηνού. Το έργο αυτού του κορυφαίου μουσικοθεωρητικού του 15ου αιώνα ανιχνεύεται βάσει του τριπτύχου: μουσικολογικός λόγος, ήχος, διδακτικό διάγραμμα
  5. Εξίσου σημαντική είναι η νέα ανάγνωση που προτείνει ο συγγραφέας για το Θεωρητικό του Λάσκαρη, το οποίο επίσης επικεντρώνεται σε ζητήματα οκταηχίας και παραλλαγής
  6. Με το κείμενό του περί της λεγόμενης «Ακρίβειας», ο συγγραφέας προσφέρει μια κριτική αποτίμηση πρόσφατης έκδοσης του εν λόγω θεωρητικού στη σειρά Corpus Scriptorum de Re Musica, ανοίγοντας σημαντικούς διεπιστημονικούς ορίζοντες για την κατανόηση της βυζαντινής μουσικής θεωρίας σε συνδυασμό με τη Θεολογία.
  7. Από το κείμενο για την Αντιφωνική ψαλμωδία, γραμμένο με πολύ γλαφυρό τρόπο, βλέπουμε μια ενδιαφέρουσα μουσικολογική ανάλυση, η οποία αφορά τη μακροδομή της σύνθεσης «Μακάριος ανήρ» του Γερμανού Νέων Πατρών, και η οποία διευκολύνει την κατανόηση της έννοιας της αντιφωνικής ψαλμωδίας.
  8. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το κείμενο «Η Βυζαντινή Μουσική ως Tabula Rasa», το οποίο καταγράφει πρώτα βήματα διδασκαλίας-προσαρμογής βυζαντινού μέλους στην Κορέα από τον ίδιο το συγγραφέα, σε συνεργασία με Κορεάτες μουσικούς, τεκμηριώνοντας πολύπλευρα και έμπρακτα τη δυναμική της Βυζαντινής Μουσικής στο σύγχρονο κόσμο.

Συμπερασματικά, ο συγγραφέας υπογραμμίζει ότι «Τ ζητούμενο, λοιπόν, δν πικεντρώνεται στν ξασφάλιση τς συνέχειας τς Βυζαντινς Μουσικς ς τέχνης (…). φορ  (…) στν πίτευξη μις ρμονικς συμπόρευσης μεταξ πιστήμης κα τέχνης, μ να προφαν σκοπό: δυναμικ τς πιστήμης ν συμβάλλει σ μιν συνεχ βελτιστοποίηση τν π μέρους πτυχν τς τέχνης, γγυωμένη τν έναη – οσιαστικά – πικαιροποίηση τς Βυζαντινς Μουσικής» (Χαλδαιάκης, Βυζαντινομουσικολογικά, τ. Α΄, σ. 17). Τέλος θέλω να απευθύνω θερμά συγχαρητήρια στο συγγραφέα και ένα μεγάλο ευχαριστώ για τα βιβλία του, με τα οποία εμπλούτισε τις Βυζαντινές Μουσικές Σπουδές, συμβάλλοντας στην άνθησή τους, συνεχίζοντας το φωτεινό παράδειγμα του δασκάλου του, κυρίου ομότιμου καθηγητού Γρηγορίου Στάθη.

 

ΜΑΝΟΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

Το ζήτημα της σταδιακής διαλεύκανσης των ιστορικών πηγών και της όσο γίνεται μεγαλύτερης συγκριτικής συναγωγής στοιχείων για τα πρόσωπα και την εξέλιξη της Βυζαντινής, λεγόμενης, μουσικής, βρίσκεται στο στόχαστρο των ερευνητών της τα τελευταία χρόνια. Αυτό που παλαιότερα έμοιαζε σε μεγάλο βαθμό ανεξιχνίαστο και ομιχλώδες, με αποτέλεσμα ακόμη και σε εργώδεις συγγραφικές προσπάθειες να συγχέονται πρόσωπα και δημιουργίες και να ετεροχρονίζονται με διαφορά ίσως και αιώνων, σήμερα σταδιακά αλλά σταθερά υποχωρεί εμπρός στο φως που ρίχνουν νέες έρευνες και δημοσιεύσεις. Η ελληνική και αλλοδαπή επιστημονική έρευνα, από τις αρχές κυρίως του 20ου αιώνα έκανε φιλότιμες προσπάθειες να αποτινάξει την αχλύ της αγνωσίας που οδηγούσε πολλές φορές σε γενικές και αόριστες επαναλήψεις παρωχημένων θέσεων, κάποιες από τις οποίες επαναλαμβάνουν δυστυχώς ακόμη και σήμερα καλοδιάθετοι αλλά αμύητοι των επιστημονικών εξελίξεων αρθρογράφοι. Το αποφασιστικό σημείο της νεώτερης ερευνητικής φωτοχυσίας στους αιώνες της εμφάνισης, ανάπτυξης και καθιέρωσης της εκκλησιαστικής μουσικής επιστήμης ως εξαιρετικής πολιτιστικής δημιουργίας, υπήρξε η δεκαετία του 1970 και ακολούθως η περίοδος μέχρι τις μέρες μας. Πρωτίστως με τις επίπονες και θυσιαστικές έρευνες και δημοσιεύσεις αναλυτικών καταλόγων ψαλτικών χειρογράφων και άλλων βασικών μουσικολογικών μελετών από τον καθηγητή Γρηγόριο Στάθη και τις παράλληλες εκτενείς παλαιογραφικές έρευνες και δημοσιεύσεις του φιλόλογου Μανόλη Χατζηγιακουμή, άνοιξε ο δρόμος για μια βαθύτερη κατανόηση της εξέλιξης, εντοπισμό των προσώπων-κορυφαίων μουσικών δημιουργών, απαρίθμηση και αξιολόγηση του έργου τους, δημοσίευση και εκτέλεσή του. Παράλληλα, η έρευνα στις έντυπες δημοσιευμένες (από τα μέσα του 15ου αιώνα και εξής) πηγές, έδωσε ένα ακόμη δυνατό στήριγμα στον σχηματισμό ευρύτερων εικόνων για ολόκληρη την εποχή, από την εμφάνιση της μουσικής σημειογραφίας κατά τον 10ο αιώνα έως και σήμερα. Ο οργασμός παραγωγής υψηλού επιπέδου επιστημονικής εργασίας κατά την δεκαετία του 1980 και 1990 και, ως συνέπεια, η εμφάνιση μιας νέας γενιάς επιστημόνων στον κλάδο της βυζαντινής μουσικολογίας, οι οποίοι άρχισαν να δημοσιεύουν τις δικές τους έρευνες, περίπου από το 1990 και εξής, μας φέρνει στην σημερινή κατάσταση της πληθώρας μεν ιστορικών και πάσης άλλης φύσεως πηγών, στην ανάγκη δε να συνεχιστεί ο επιστημονικός μόχθος προς αποκάλυψη, αναλυτική περιγραφή και μελέτη εξαιρετικά σημαντικών μουσικών τεκμηρίων.

Ιδιαίτερη χαρά αποτελεί το γεγονός ότι σήμερα είναι κοντά μας ένας από τους επιστήμονες που τα τελευταία 20 και πλέον χρόνια προσέφερε σημαντικές Βυζαντινομουσικολογικές μελέτες, και μαζί του έχει ως θησαύρισμα μέγα μέρος των πνευματικών του παιδιών, των ερευνητικών και συγγραφικών του κόπων. Ο αναπληρωτής καθηγητής του αδελφού και ομωνύμου τμήματος του πανεπιστημίου Αθηνών κ. Αχιλλέας Χαλδαιάκης, ο οποίος κατά την παρούσα περίοδο είναι ταυτόχρονα και πρόεδρος του Τμήματος, συγκέντρωσε σε τέσσερις ογκώδεις και φιλόκαλους τόμους, συγγραφές στις οποίες τον οδήγησε το ερωτικό φίλτρο που αλλοπαίρνει τους όντως καλλιτέχνες και τους αφοσιωμένους επιστήμονες, καθώς και η φιλοπονία ατέλειωτων ωρών, ημερών, εβδομάδων, μηνών και ετών μόνωσης και πνευματικής δημιουργίας. Ο β’ τόμος αυτής της σειράς περιέχει μελέτες που, σε γενική αναφορά, διατρέχουν ιστορικά θέματα των Βυζαντινομουσικολογικών πηγών. Πρόκειται για δεκαέξι μελέτες γραμμένες από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έως και το έτος 2013. Ο εκδοτικά και αισθητικά άρτιος τόμος (και είναι μια πολύ σημαντική παράμετρος αυτή, που παραθεωρείται πολλές φορές στις μέρες μας) εκτείνεται σε 520 σελίδες. Οι αφορμές και τα περιστατικά συγγραφής, οι χρονολογίες και οι πρώτες δημοσιεύσεις της κάθε εργασίας καταγράφονται αναλυτικά στο τέλος του τόμου, ώστε να υπάρχει συνολική και ολοκληρωμένη άποψη του έργου από τον αναγνώστη. Τα κείμενα του βιβλίου παρουσιάζουν σπουδαίες μορφές της παλαιότερης και κάπως νεότερης ιστορίας της ψαλτικής, όπως ο περίφημος πατριαρχικός πρωτοψάλτης του τέλους του 18ου αιώνα Δανιήλ εκ Τυρνάβου, ο σημαντικός συνθέτης και εξηγητής από την παλαιότερη μουσική σημειογραφία Γεώργιος Ογουρλούς, ο πρωτοψάλτης, συνθέτης και μουσικός εκδότης Ζαφείριος Ζαφειρόπουλος ο Σμυρναίος, και ο σπουδαίος πρωτοπόρος μουσικολόγος Κωνσταντίνος Ψάχος. Άλλα πάλι ανατρέχουν σε σημαντικά μουσικά ζητήματα του 19ου και 20ου αιώνα τα οποία αναλύουν, εξετάζουν διαχρονικά και κριτικά μουσικούς που φέρονται στις πηγές με το ίδιο παρωνύμιο (Ραιδεστηνοί, Δαμασκηνοί), καθώς και το έργο τους. Στην ψαλτική παράδοση της νήσου Ύδρας, στην οποία ο συγγραφέας εργάστηκε εντατικά και μας χάρισε προ ετών ένα ολοκληρωμένο κατάλογο των μουσικών κωδίκων του νησιού, είναι αφιερωμένο ένα από τα κείμενα του τόμου, ενώ μια ανασκόπηση των μεγάλων μελουργών της βυζαντινής μουσικής αποτελεί την εισαγωγική, θα λέγαμε, συγγραφή σε αυτόν. Ένας γνωστός κατάλογος των «όσων κατά καιρούς ήκμασαν επί τη μουσική ταύτη» από την χειρόγραφη παράδοση και το έντυπο θεωρητικό μέγα του εκ Μαδύτων Χρυσάνθου απετέλεσαν την ευκαιρία για τον συγγραφέα να αποτυπώσει τον προβληματισμό του και τις ολοκληρωμένες επιστημονικά σκέψεις του για μια κριτική πορεία προς μια ιστορία της Βυζαντινής μουσικής, τόλμημα ερευνητικό και συνθετικό, αλλά ζητούμενο οπωσδήποτε για την μουσικολογία. Αρκετές φορές ο συγγραφέας καταθέτει τα κείμενά του, αναφέροντας ότι πρόκειται για προδρομικές συγγραφές και συμβολές στο προκείμενο θέμα, κάτι που μας επιτρέπει να περιμένουμε αλλά και να ευχόμαστε για τις πλήρεις και αναλυτικότερες μελλοντικές δημοσιεύσεις. Σε μία ειδικά περίπτωση αναγγέλει την φιλόδοξη επιστημονική του επιθυμία για την καταλογογράφηση των ψαλτικών κωδίκων της νησιωτικής εν γένει Ελλάδος, έργο ζωής και ενασχόληση εργώδης. Ιδού, «οι χώρες λευκές εισί προς θερισμόν…» Η αξιοποίηση χειρόγραφων σημειώσεων του Κωνσταντίνου Ψάχου σε έντυπα μουσικά βιβλία και η ευμέθοδη παρουσίασή τους, και η εντυπωσιακή ανθολόγηση εύστοχων ψαλτικών ψηγμάτων από τον λειμώνα των συγγραφών τού εκ των διδασκάλων του, καθηγητή Παντελή Πάσχου, ολοκληρώνουν την εικόνα του β’ αυτού τόμου του καθηγητή Αχιλλέα Χαλδαιάκη. Με πληρέστατη παράθεση των πηγών και εκτενείς παραθέσεις αποσπασμάτων τους, με εποπτικά επιλεγμένα πανομοιότυπα για την στήριξη των γραφομένων, και με καλαίσθητα και πληκτρολογημένα δίχρωμα μουσικά παραδείγματα όπου χρειάζεται, ο τόμος αυτός αποτελεί απόκτημα για τους μουσικολογούντες και στήριγμα «προς μια νέα ιστορία της Βυζαντινής μουσικής», όπως ο συγγραφέας επιγράφει ένα από τα κείμενά του.

 

π. ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΠΑΡΗΣ

Ἡ πίεση τοῦ χρόνου μᾶς ἀναγκάζει ὥστε ἀπὸ τὰ δεκατέσσερα θέματα τὰ ὁποία ἀναπτύσσονται στὸ ἔργο νὰ ἐπιμείνουμε μόνο στὰ ἐννέα, ἀφοῦ στὸ θέμα τῶν Πολυελέων θὰ γίνει ἀναφορά ἀπὸ τὸν κ. Ι. Λιάκο. 1. Ὁ μελοποιὸς καὶ ὁ ψάλτης στὴν ἑλληνικὴ ψαλτικὴ τέχνη: Καθορίζονται οἱ διαφορὲς ἀλλὰ καὶ οἱ σχέσεις μελοποιοῦ καὶ ψάλτη. Σήμερα ἔχουν ἀτονίσει τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν δύο ρόλων. Εὔκολα κάποιος ἀποκαλεῖται σήμερα μελοποιὸς ἤ καὶ ψάλτης. Ὁ συγγραφέας διατυπώνει τὸ ἐρώτημα κατὰ πόσον εἶναι δύο διαφορετικὰ πρόσωπα ἤ συναντῶνται καὶ ἀλληλοεπιδροῦν, ποιὸς ἔχει ἀνάγκη ποιόν; Κατὰ τὸν Μανουὴλ Χρυσάφη οἱ δύο μορφὲς συμπλέκονται καὶ μεταλλάσσονται στὴν ἰδανική τους μορφὴ στὸν τέλειο διδάσκαλο τῆς ψαλτικῆς τέχνης, ὁ ὁποῖος συγκεντρώνει τὶς ἰδιότητες τοῦ ψάλτη, τοῦ μελοποιοῦ, τοῦ διδασκάλου, τοῦ συγγραφέως, ἀλλὰ καὶ τοῦ κριτῆ τῶν ὁμοτέχνων του, εἶναι δηλαδὴ μιὰ μορφὴ τοῦ συγχρόνου βυζαντινομουσικολόγου, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο προκύπτει ἐμφαντικότερα ἀπὸ τὸ Θεωρητικὸ τοῦ Χρυσάνθου. Ὁ τελευταῖος δίνει τρεῖς διαβαθμίσεις, στὶς ὁποῖες φαίνεται καθαρὰ ἡ μετεξέλιξη τῶν προσώπων τοῦ ψάλτη-μελοποιοῦ / μελοποιοῦ-ψάλτη σὲ μία κοινὴ ἰδιότητα. Ὁ συγγραφέας τέλος διαπιστώνει ὅτι σήμερα ὄχι μόνο διστάζουμε ἀλλὰ καὶ συστηματικὰ ἀποφεύγουμε νὰ ἀντιπαραβάλουμε τὰ χαρίσματα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ὁ Χρύσανθος περιγράφει ὡς τὸ πρότυπο τοῦ τέλειου ψάλτη-μελοποιοῦ. 2. Περὶ τῆς ψαλτικῆς καὶ ἐκφωνητικῆς παραδόσεως τῶν Οἴκων τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου: Γίνεται ἐκτενὴς καὶ ἀναλυτικὴ ἀναφορὰ στὴν ψαλτικὴ καὶ ἐκφωνητικὴ πα-ράδοση τῶν οἴκων τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου κατὰ τὴν μεσοβυζαντινὴ περίοδο. Προτείνεται ἡ τοποθέτηση τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου στὶς ὀρθὲς μουσικολογικές της βάσεις, ποὺ διακρίνουν τὸ ψαλτικὸ ἀπὸ τὸ ἐκφωνητικό της τμῆμα. Δηλαδὴ ἡ ψαλμώδηση τοῦ κανόνος κατὰ εἱρμολογικὸ τρόπο (ἀργὸ ἤ σύντομο), ἡ ὁποία κατακλείεται μὲ τὸ ἀργὸ παπαδικό-κοντακαριακὸ μέλος τοῦ προοιμίου Τῇ Ὑπερμάχῳ, τὴν μόνη οὐσιαστικὰ ἀνάμνηση-ἀπόηχο τῆς παλαιᾶς μουσικῆς παραδόσεως τοῦ εἴδους, ἡ λιτὴ καὶ ἀνεπιτήδευτη ἐμμελὴς ἀπαγγελία τῶν Οἵκων τοῦ Ἀκαθίστου καὶ τῶν ἐφυμνίων τους ὅπως καὶ τῶν εὐχῶν Ἄσπιλε-Καὶ δός ἡμῖν. 3. Ἡ “γυναικεία αἰσθητικὴ” στὴ βυζαντινὴ μελοποιΐα: Παρουσιάζονται οἱ συνθέσεις τῆς Καλογραίας καὶ τῆς κόρης τοῦ Κλαδᾶ. Ὁ συγγραφέας διαπιστώνει ὅτι οἱ δύο συνθέσεις διέπονται ἀπὸ ἕνα εὔτακτο, ἰσόρροπο καὶ μεμετρημένο ἦθος (ἡ μία ἐμφανῶς καὶ ἡ ἄλλη λανθανόντως) καὶ διερωτᾶται ἄν αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικὰ εἶναι καὶ ἡ ἰδιαιτερότητα ποὺ κομίζει στὴν βυζαντινὴ μελοποιΐα μιὰ γυναίκα συνθέτρια. 4. Ἡ ἱστορία μιᾶς σύνθεσης: “Περιπέτειες” σημειογραφημένων μελωδιῶν κατὰ τὴ βυζαντινὴ καὶ μεταβυζαντινὴ περίοδο: Παρουσιάζεται σύνθεση τοῦ Εὐνούχου πρωτοψάλτου καὶ Φιλανθρωπινοῦ, ἕνας μέρος τῆς ὁποίας ἀποδίδεται στὸν πρωτοψάλτη Ξένο τὸν Κορώνη, ἐνῶ ἕνα ἄλλο μέρος της στὸν Ίωάννη μαΐστορα τὸν Κουκουζέλη. Ὁ δεύτερος ἔχει συνθέσει καὶ ἀναγραμματισμὸ γιὰ τὴν ἴδια σύνθεση. Ἡ σύνθεση αὐτὴ, κατὰ τὸν συγγραφέα  ἀποτελεῖ ἕνα λαμπρὸ παράδειγμα τοῦ πῶς ἕνας ἄγνωστος καὶ ἄσημος μελοποιὸς διαιωνίζεται στὴν ἱστορία μέσῳ μεταγενεστέρων διασήμων ὁμοτέχνων του,καθὼς τοῦ χρεώνεται ἕνα μελοποίημα ποὺ μόνο κατὰ ἕνα μικρὸ ποσοστὸ τοῦ ἀνήκει. 5. Τὸ “ἐν ἀγρυπνίαις”ψαλλόμενο Μακάριος ἀνὴρ τοῦ Γερμανοῦ Νέων Πατρῶν: Παρουσιάζεται τὸ “ἐν ἀγρυπνίαις” ψαλλόμενο Μακάριος ἀνὴρ τοῦ Γερμα-νοῦ Νέων Πατρῶν καὶ σκιαγραφεῖται ἡ φυσιογνωμία τοῦ μελοποιοῦ μὲ χρήση τῆς αὐτοβιογραφίας του ποὺ θησαυρίζεται σὲ ἐκτενῆ κολοφῶνα τοῦ φερομένου ὡς αὐτογράφου του Στιχηραρίου 930 τῆς Πάτμου. Στὸν κώδικα αὐτὸ ὁ Γερμανὸς ὄχι μόνο αὐτοβιογραφεῖται ἀλλὰ καὶ αὐτοπροσδιορίζεται ὡς πρὸς τὴν γενικότερη “κοσμολογία” του, τὶς φιλοσοφικὲς καὶ θεολογικὲς ἀντιλήψεις του, καθὼς καὶ τὴν ἰδιαίτερη μουσικὴ ἰδεολογία του. Στὸ τέλος ὁ συγγραφέας δείχνει τὶς ἐξηγητικές του ἱκανότητες, σημειώνοντας ὅτι ἡ ἐξήγηση τῆς συνθέσεως λαμβάνει τὴν μορφὴ μιᾶς ἁπλῆς μαθηματικῆς διαδικασίας, κατὰ τὴν ὁποία ὅ,τι ἀπαιτεῖται εἶναι μόνον ἡ ἁρμοσμένα εὐμέθοδη τοποθέτηση κάθε (ἐξηγημένης) μουσικῆς φράσεως στὸν οἰκεῖο της τόπο. Περὶ Πολυελέου: Ἀκολουθοῦν πέντε κεφάλαια περὶ τοῦ Πολυελέου, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Ἀχιλλέας Χαλδαιάκης εἶναι ὁ εἰδήμων, ὁ “doctor polyeleorum”, ἀφοῦ ἀσχολεῖται μὲ τὸ θέμα ἀναλυτικῶς στὴν διδακτορική του διατριβή, Ὁ Πολυέλεος στὴν βυζαντινὴ καὶ μεταβυζαντινὴ μελοποιΐα, Ἀθῆναι 2003. 6. Ἡ μελοποίηση στίχων τοῦ πολυελέου ἀπὸ τὸν μαΐστορα Ἰωάννη Κουκουζέλη. 7. Ἀπὸ τὸ Τυπικὸ τῆς ἀκολουθίας τοῦ ὄρθρου: Ἡ ἐπιβολὴ ἐξωψαλμικῶν ποιητικῶν κειμένων στὸν ψαλμὸ τοῦ πολυελέου. 8. Πολυέλεος: Ἡ δευτέρα στάσις. Ἱστορία-Μορφολογία-Μελοποιΐα. 9. Λόγον ἀγαθόν. 11. Ἕνας πρώΐμος “doctor polyeleorum“: Ἰωάσαφ ἱερομόναχος ὁ Διονυσιάτης. 10. Παράδοση καὶ νεωτερισμὸς στὸ πρόσωπο Πέτρου Μπερεκέτη: Τὸ μελοποιητικὸ ἔργο τοῦ Πέτρου Μπερεκέτη διακρίνεται, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν “λαϊκότητα”, γιὰ τὸν “ριζοσπαστισμό”του καὶ γιὰ τὴν πρωτοτυπία του, καθὼς γεφυρώνει μὲ ἐπιτυχία τὴν κλασσικότητα μὲ τὴν νεωτερικότητα. Ὁ συγγραφέας πιστεύει ὅτι σὲ αὐτὴ τὴν ἀναμενόμενη γιὰ τὴν ἐποχὴ δράσεως τοῦ μελοποιοῦ, τέλη τοῦ ιζ΄ μὲ ἀρχὲς τοῦ ιη΄ αἰῶνος, ἰσορροπία μεταξὺ τῆς διαμορφωμένης παλαιᾶς καὶ τῆς διαφαινομένης νέας μουσικῆς παραδόσεως, ὑποκρύπτεται ἐπιπλέον μία (ἠθελημένη στὴν μελοποιΐα τοῦ Μπερεκέτη) “μουσικὴ ἀμφισημία”, οἱ ἐνδιαφέρουσες λεπτομέρειες τῆς ὁποίας εἶναι χρήσιμο νὰ ἐρευνηθοῦν ἐνδελεχέστερα. Ἡ “παράδοση” καὶ ὁ “νεωτερισμὸς” συνυπάρχουν σὲ ὅλες τὶς πτυχὲς τοῦ μελοποιητικοῦ ἔργου τοῦ Μπερεκέτου. Ὁ ἴδιος ὁ Μπερεκέτης μοιάζει νὰ “μεταχειρίζεται” ἐσκεμμένως αὐτὲς τὶς δύο φαινομενικὰ ἀντιφατικὲς ἔννοιες, προκειμένου νὰ ὑποδείξει πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὁδηγήσουν σὲ ἁρμονικὴ καλλιτεχνικὴ δημιουργία. Ὑποστηρίζοντας αὐτὴ τὴν ἄποψη, ὁ συγγραφέας ἐστιάζει τὴν προσοχή του σὲ δύο συνθέσεις τοῦ Μπερεκέτη, στοὺς σὲ ἦχο πλ.άγιο τοῦ τετάρτου καὶ ἦχο πρῶτο πολυελέους Δοῦλοι Κύριον (Ψ. ρλδ΄). 12. Ὁ Κωνσταντίνος Α. Ψάχος ὡς μελοποιός: Ἡ βασικὴ μελοποιητικὴ δημιουργία τοῦ Κ. Ψάχου διαμορφώθηκε κατὰ τὴν διαμονή του στὴν Ἀθήνα. Ἐπισημαίνονται δύο φάσεις τῆς μελοποιητικῆς του δημιουργίας, προσανατολισμένες ἡ μὲν πρὸς ἀμιγῶς ἐκκλησιαστικὰ μελοποιήματα, ἡ δὲ πρὸς θύραθεν, τρόπον τινά, συνθέσεις. Τὰ ἐρεθίσματα τοῦ Κ. Ψάχου γιὰ τὰ ἀμιγῶς ἐκκλησιαστικὰ μελοποιήματα εἶναι δύο. Τὸ πρώτιστο εἶναι ἡ κάλυψη λειτουργικῶν ἀναγκῶν καὶ μάλιστα ἡ ἐξυπηρέτηση τῶν ψαλτικῶν ἐκδηλώσεων ποὺ ὀργανώνει μὲ τοὺς κατὰ καιροὺς μαθητικοὺς χορούς του. Στὰ μέλη αὐτὰ ὃ Κ. Ψάχος προσθέτει τὸ ἰσοκράτημα διὰ τῆς ὑπὸ τοῦ ἰδίου ἐπινενοημένης διπλῆς συνηχητικῆς γραμμῆς. Στὶς περισσότερες περιπτώσεις χρησιμοποιεῖ κλασσικὰ μέλη. Ἄλλο ἐρέθισμα τοῦ Κ. Ψάχου πρὸς μελοποιΐα, κατὰ τὸν συγγραφέα, εἶναι, εὐλόγως, ἡ ἱκανοποίηση τοῦ προσωπικοῦ του συναισθήματος, ὁρισμένων δηλαδὴ ἰδιαιτέρων ἀναγκῶν ποὺ κατὰ περίσταση τοῦ ἐπέβαλε ἡ ψυχική του διάθεση. Ὁ συγγραφέας ἐπιχειρεῖ, μὲ ἰδιαίτερη ἐπιτυχία, μιὰ εἰδικότερη μουσικολογικὴ προσέγγιση στὴν πρώτη ἐκδοχὴ τῶν ὡς σήμερα γνωστῶν μελοποιημάτων τοῦ Κ. Ψάχου, ἐξετάζοντας τὴν μορφολογία καὶ τὴν γενικότερη αἰσθητικὴ ὁρισμένων ἐκκλησιαστικῶν του μελοποιημάτων. 13. Ὁ Ἄρχων Πρωτοψάλτης τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας Βασίλειος Νικολαΐδης (1915-1985). Προσέγγιση στὸ μελοποιητικὸ του ἔργο: Ὁ Β. Νικολαΐδης εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τελευταίους στυλοβάτες τῆς πατρι-αρχικῆς μουσικῆς παραδόσεως. Ἕνα μεγάλο ποσοστὸ τῶν περιεχομένων στὰ μικρὰ σὲ ὄγκο ἔργα του Β. Νικολαΐδη ἀποτελοῦν σαφῆ καταγραφὴ τῆς τρεχούσης πατριαρχικῆς ψαλτικῆς παραδόσεως καί, κατὰ τὸν συγγραφέα, σὲ ἱκανὰ τῶν ὑπὸ τοῦ ἰδίου καταγραφομένων μελοποιημάτων ἀναδιατυπώνεται μουσικῶς μιὰ παλαιὰ καὶ ἰσχυρὴ παράδοση (στηριγμένη κυρίως σὲ συνθέσεις τῶν Πέτρου Λαμπαδαρίου, Ἰωάννου Πρωτοψάλτου καὶ Θεοδώρου Φωκαέως), φιλτραρισμένη ἐκ νέου στὴν ἐντὸς τοῦ πατριαρχικοῦ ναοῦ ἀσματικὴ πράξη. Εἰδικώτερες προσωπικὲς παρεμβάσεις τοῦ Β. Νικολαΐδη, ἐπιχειρούμενες πάνω σὲ προϋφιστάμενες συνθέσεις, ἐπισημαίνονται σποραδικῶς ὡς ἕνα ἑπόμενο στάδιο τῆς ὅλης μελικῆς δραστηριότητός του. Ἡ ἀμιγῶς προσωπικὴ συνθετικὴ παραγωγὴ τοῦ Β. Νικολαΐδη ἐμφανίζεται ἐπιλεκτικῶς, ὡς ὥριμο καταστάλαγμα τῆς μακρᾶς μαθητείας του σὲ πατριαρχικοὺς πρωτοψάλτες, ἀλλὰ καὶ ὡς φυσικὸ προϊὸν τῆς θητείας του στὸ πρωτοψαλτικὸ ἀναλόγιο τοῦ πατριαρχικοῦ ναοῦ. 14. “…παλιὸ κρασὶ σὲ νέους ἀσκούς…”. Ἀναζητώντας τὸ “παραδο-σιακὸ ὑπόβαθρο”καινοτόμων ψαλτικῶν μελοποιημάτων: Κάθε νέος συνθέτης στοχεύει σὲ μιὰ μουσικὴ διαφοροποίηση, ἐπιχειρώντας νὰ κομίσει κάτι καινοφανὲς στὴν Τέχνη καὶ νὰ διαιωνίσει ἔτσι τὴν φήμη του στὴν ἱστορία, ἔστω καὶ ἄν στὴν ψαλτικὴ τέχνη λειτουργεῖ μέσα σὲ ἕνα συντηρητικὸ χῶρο. Εἰδικότερα κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ κ΄ αἰῶνος, παρατηρεῖται ὅτι τὸ ἔργο ὅλων σχεδὸν τῶν συνθετῶν βυζαντινῆς μουσικῆς χαρακτηρίζεται ἀπὸ διττὴ (καὶ προτογενῶς ἴσως ἀντιφατική) ἀπόπειρα: παραμένοντας στὰ ὅρια τῆς διαμορφωμένης παραδόσεως, προσπαθοῦν παραλλήλως νὰ προσκομίσουν ἕνα καινοφανὲς προσωπικὸ συνθετικὸ στίγμα. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ εἰδικότερη μουσικολογικὴ ἐξέταση τῶν κατὰ καιροὺς νέων συνθέσεων δημιουργεῖ πάντοτε εὔλογα ἐρωτήματα, τὸ κυριότερο τῶν ὁποίων ἀφορᾶ στὴν πρωτοτυπία τῶν νέων μελωδιῶν (καὶ δοθέντος ὅτι παρθενογένεση στὴν Τέχνη οὐσιαστικὰ δὲν ὑφίσταται). Ἐξετάζονται, συγκριτικά μὲ τὶς ἀντίστοιχες τοῦ Πέτρου Λαμπαδαρίου, δύο καταγραφὲς: Τὸ Κύριε ἐρχόμενος πρὸς τὸ Πάθος (Δοξαστικὸ αἴνων τῆς Μ. Δευτέρας) τοῦ Κ. Πρίγγου καὶ τὸ Προκαθάρωμεν ἑαυτοὺς (δοξαστικὸ αἴνων τῆς Κυριακῆς τῆς Ἀπόκρεω) τοῦ Θρ. Στανίτσα. Ὁ συγγραφέας καταλήγει στὸ συμπέρασμα ὅτι καὶ στὶς δύο καταγραφὲς ἡ συνθετικὴ τακτικὴ, τῆς ἀναπλάσεως καὶ ἐπαναδιατυπώσεως μιᾶς προγενέστερης μουσικῆς παραδόσεως, κρυμμένη ἁπλῶς κάτω ἀπὸ τὴν ἀναλυτικὴ σημειογραφικὴ διατύπωση, κάτω ἀπὸ μιὰ προσδιοριστικὴ καταγραφὴ τῶν ποικιλμάτων τῆς φωνῆς τοῦ καταγραφέα (ποὺ τυγχάνει, ταυτοχρόνως, καὶ ὁ ἀρχικὸς ἑρμηνευτὴς τῆς μελωδίας). Ἴσως, μάλιστα, τὸ συγκεκριμένο φαινόμενο νὰ πρέπει νὰ ἀποδοθεῖ -ἀκριβῶς- σὲ αὐτὴν τὴν ἐν προκειμένῳ διπλὴ ἰδιότητα τοῦ καταγραφέα. Οἱ δύο καταγραφεῖς στοιχίζονται καὶ συμπορεύονται πρὸς κάποια ἤδη προγενεστέρως διαμορφωμένη μουσικὴ παράδοση. Ἰδιαίτερα σημαντικὴ, πρωτότυπη καὶ ἐπιτυχὴς εἶναι ἡ ἀπόπειρα τοῦ συγγραφέα νὰ καταγράψει (σ. 569) τὸ δεύτερο ἰδιόμελο μὲ τὴν πρὸ τοῦ 1814 μουσικὴ γραφὴ, ὥστε νὰ ἀναδειχθεῖ ἡ παραδοσιακὴ βάση της. Προσωπικὴ μας πάντως ἄποψη εἶναι ὅτι εἶναι προτιμότερο οἱ ἐκκλησιαστικοὶ μουσικοὶ, καὶ μάλιστα οἱ μὴ ἐπαρκεῖς στὴν μελοποιητικὴ τέχνη, νὰ περιορίζονται στὴν ὀρθὴ ἐκτέλεση τῶν κλασσικῶν μελοποιημάτων καὶ σὲ καμμία περίπτωση νὰ μὴν τὰ ἐκδίδουν διασκευασμένα, σύμφωνα μὲ τὴν κίνηση τῆς δικῆς τους φωνῆς. Αὐτὸ ἦταν καὶ τὸ μεγάλο πρόβλημα στὶς ἐκδόσεις τῶν βιβλίων ψαλτικῆς κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ κ΄ αἰῶνος.Ἐπιλεγόμενα: Ἔπαινος, τιμὴ καὶ δόξα ἀξίζουν στὸν Καθηγητὴ Ἀχιλλέα Χαλδαιάκη γιὰ τὸ πολύτομο ἔργο του Βυζαντινομουσικολογικά. Ὁ τρίτος τόμος, τὸ περὶ Μελοποιΐας ἔργο μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ ὡς διδακτικὸ ἐγχειρίδιο γιὰ τὰ Μαθήματα τῆς Μορφολογίας καὶ τῆς Μελοποιΐας, τὰ ὁποία πρέπει ἐξάπαντος νὰ διδάσκονται ὅπου θεραπεύεται ἡ ψαλτικὴ τέχνη, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀποτελέσει βάση γιὰ πιὸ ἀναλυτικὴ ἀνάπτυξη τῶν θεμάτων ποὺ ἀναπτύσσονται στὸ βιβλίο. Ἀξίζει μία ἐκτενέστερη καὶ ἀναλυτικότατη παρουσίαση, στὸ πλαίσιο εἰδικῆς διαλέξεως τοῦ περὶ Μελοποιΐας ἔργου τοῦ Ἀχιλλέως Χαλδαιάκη. Εἰδικότερα δὲ στὸ Τμῆμα Μουσικῆς Ἐπιστήμης καὶ Τέχνης τοῦ ΠΑ.ΜΑΚ καὶ συγκεκριμένα στὴν Κατεύθυνση Βυζαντινῆς Μουσικῆς, ὅπου τὸ θεραπευόμενο ἀντικείμενο εἶναι ἡ Ἑρμηνεία καὶ ἐκτέλεση τῆς ψαλτικῆς.

 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΛΙΑΚΟΣ

Το τέταρτο κατά σειρά πόνημα του αναπληρωτού καθηγητού του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου των Αθηνών κ. Αχιλλέα Χαλδαιάκη, από τις εκδόσεις Άθως του εκδοτικού οίκου Σταμούλη και την επιστημονική σειρά Βυζαντινή Μουσικολογία που ο ίδιος εγκαινίασε, παραδίδεται στην μουσικολογική κοινότητα αλλά και σε όλους τους φιλόμουσους και φιλότεχνους της Ψαλτικής Τέχνης η μονογραφία με τίτλο: Ο πολυέλεος Παρθενίου ιερομονάχου του Μετεωρίτου. Πρόκειται για μια μονογραφία 445 σελίδων αποτυπωμένη σε καλαίσθητη έκδοση τόσο από το εξώφυλλο όσο και από την ποιότητα του χαρτιού που χρησιμοποιήθηκε. Η μουσική γραμματοσειρά που χρησιμοποιήθηκε για την καταγραφή των μουσικών παραδειγμάτων στην παλαιά αλλά και την νέα σημειογραφία είναι αυτή που δημιούργησε ο καθηγητής Γρ. Στάθης. Το πόνημα είναι αφιερωμένο στον αδελφό του Νικόλαο Χαλδαιάκη. Η ανάπτυξη της εργασίας του συγγραφέως δομείται, όπως ο ίδιος αναφέρει, κατά την μεθοδολογία που παλαιότερα είχε προτείνει ‘’προς διεξοδική εξιχνίαση εκάστης συνθέσεως πολυελέου, αντιφώνου, ή εκλογής, ως επισφράγισμα εκτενούς περί πολυελέων εργασίας’’. Για μια πιο ολοκληρωμένη πληροφόρηση να αναφέρω στο σημείο αυτό πως πρόκειται για την πολύ σπουδαία διδακτορική διατριβή του κ. Χαλδαιάκη με τίτλο: Ο Πολυέλεος στην Βυζαντινή και μεταβυζαντινή μελοποιία, που υπεβλήθηκε στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου με επιβλέποντα καθηγητή τον ομότιμο πλέον κ. Γρηγόριο Στάθη που έχουμε την χαρά και την τιμή να βρίσκεται ανάμεσά μας και να χαίρεται μετά των μαθητών του. Επανερχόμενοι στο τέλος του προοιμίου του βιβλίου και διαβάζουμε: Ο πολυέλεος του Παρθενίου ιερομονάχου του Μετεωρίτου σχολιάστηκε ήδη εκεί, ακροθιγώς εδώ, είναι προφανές, ο λόγος θα εξειδικευθεί περαιτέρω, στοχεύοντας – κατά τα υπεσχημένα – στην καθιέρωση σειράς εκτενέστερων μονογραφιών για ιδιαζόντως ενδιαφέρουσες συνθέσεις πολυελέων. Στις πρώτες 30 σελίδες μας παραδίδει μια πλήρη αναφορά των μουσικών χειρογράφων που ανθολογούν την πολυέλεο του Παρθενίου. Επίσης, περιέχει μια πλούσια ενημερωμένη, βιβλιογραφία μουσικολογικών και ιστορικών μελετών που χρησιμοποίησε κατά την σύνταξη της παρούσης εργασίας. Στο προοίμιό της, ο συγγραφέας μας δίνει βασικές παραμέτρους και πληροφορίες πάνω στις οποίες θα επεκταθεί διεξοδικότερα η εργασία. Αναφέρεται, πρώτον, στην πρωτογενώς καταγραφή του πολυελέου στον κώδικα Μεταμορφώσεως 329 των Μετεώρων όπου περιέχεται ο Πολυέλεος και εξ ολοκλήρου το συνθετικό έργο του Παρθενίου. Δεύτερον, στην γρήγορη διάδοση της σύνθεσης του πολυελέου στο Άγιο Όρος και στη συνέχεια στη Μονή του Τιμίου Σταυρού στις Σέρρες μέσω του μοναχού μουσικού Ιωάσαφ του Διονυσιάτου καθώς και στην επέκταση της συνθέσεως στη Μονή του Αγίου Ιωάννου της Ρίλας στη Βουλγαρία. Περνώντας στο κύριο μέρος της εργασίας γίνεται λόγος για την περιγραφή της ονομασίας του πολυελέου όπως αυτή παρατηρείται στα μουσικά χειρόγραφα. Κατόπιν μιλά για την κατ΄ ήχον σειρά του πολυελέου που περιέχεται στις διάφορες Ανθολογίες και συνήθως μαζί με τον πολυέλεο του άλλου συντοπίτη του, του Αναστασίου Ραψανιώτη. Στο τρίτο κεφάλαιο τεκμηριώνει την πατρότητα του πολυελέου στον ιερομόναχο Παρθένιο Μετεωρίτη. Στο κεφάλαιο περί περιγραφής της σύνθεσης ο γραφέας σημειώνει: Η μεταχείριση των επί μέρους δομικών στοιχείων όλου του ποιήματος αποδεικνύεται γενικά συνεπής, καθώς- χωρίς να αλλοιώνεται ο λιτός, εν γένει, χαρακτήρας του – το μέλος του μεθοδεύεται με γνώμονα αφ΄ ενός μεν τη διαπνέουσα τον δεύτερο ήχο ιλαρότητα, αφ΄ ετέρου δε και τη μελική ποικιλία που πάντοτε επιδιώκεται κατά τις μοναστικές ακολουθίες. Διεξοδικότερα σε τρείς ενότητες (στους ψαλμικούς στοίχους, στο εφύμνιο, και στα δοξαστικά μαθήματα) αποπειράται μια αναλυτικότερη περιγραφή της μελοποιητικής τακτικής που τήρησε στον πολυέλεο ο Παρθένιος με την χρήση διαφόρων σχηματισμών των σημαδίων. Στην πρώτη υποενότητα αποτυπώνονται όλοι οι σχηματισμοί των θέσεων των σημαδίων στους ψαλμικούς στίχους. Στη δεύτερη υποενότητα αναλύονται τα πέντε μουσικά μοτίβα που χρησιμοποίησε ο Παρθένιος στην ληκτική συλλαβή της τελευταίας λέξης του ψαλμικού στίχου. Στη δεύτερη ενότητα αναλύει τους σχηματισμούς του μέλους του εφυμνίου. Άξια προσοχής είναι η παρατήρηση πως: το μέλος του παρόντος ποιήματος του Παρθενίου ιερομονάχου ουδεμία εμφανή ομοιότητα παρουσιάζει με τις άλλες, προγενέστερα υφιστάμενες, ομόηχες συνθέσεις πολυελέου Δούλοι Κύριον. Και θέτει ως παραδείγματα τους πολυελέους του Ιωάσαφ ιερομονάχου του Μυτιληναίου, τον λεγόμενον ‘’εκκλησιαστικός’’ και του Παρθενίου. Στην τρίτη ενότητα, με τίτλο τα Δοξαστικά μαθήματα ο καθηγητής αναφέρει πως η παρούσα σύνθεση του Πολυελέου επισφραγίζεται με δύο τριαδικά και ένα θεοτοκίο. Από απόψεως μελικής επένδυσης των μαθημάτων η πρωτοτυπία της συνθετικής δραστηριότητος του Παρθενίου διαφυλάσσεται απαρασάλευτη. Ενώ, στη συνέχεια επισημαίνει τα πλέον αξιοπαρατήρητα σημεία της μελοποιίας. Το πέμπτο κεφάλαιο αναδεικνύει την ανθολόγηση του πολυελέου στη χειρόγραφη παράδοση τόσο στον ελλαδικό χώρο, όσο στην Βουλγαρία και στην Ρουμανία. Μάλιστα στο έκτο κεφάλαιο παρατίθενται πανομοιότυπα η καταγραφή ολόκληρου του πολυελέου από τον κώδικα Μεταμορφώσεως 329 των Μετεώρων. Στο έβδομο κεφάλαιο ο κ. Χαλδαιάκης αναπτύσσει το κεφάλαιο της εξηγήσεως της σύνθεσης από την παλαιά σημειογραφία στην νέα αναλυτική σημειογραφία. Αναφέρει σχετικά πως έχουν εξηγηθεί και οι 40 στίχοι όχι όμως και τα δοξαστικά. Με την εξήγηση του πολυελέου κατέγιναν, ο Ιωάσαφ ο Διονυσιάτης που έχει εκπονήσει κατά δύο τονικές εκδοχές και η δεύτερη πιο πρόσφατη αυτή του καθηγητή Γρηγορίου Στάθη. Στο υποκεφάλαιο γίνεται μια ταυτοποίηση και απόδοσης των εξηγήσεων στον Ιωάσαφ μέσα στη βάσανο του ερωτήματος που ανακύπτει καθώς στις προτασσόμενες εξηγημένες αναγραφές του πολυελέου δεν αναφέρεται πουθενά ο εξηγητής. Και βέβαια όπως προαναφέραμε η σύνθεση ανθολογείται με διττή εξήγηση. Ως ήχος β΄ άρχεται εκ του Πα, και ο αυτός ήχος εκ του Δι. Στο δεύτερο υποκεφάλαιο σχολιάζεται λεπτομερώς η εξήγηση του καθ. Γρηγορίου Στάθη και καταγράφεται η ακρίβεια που τηρήθηκε όσον αφορά στην εξήγηση του Πολυελέου. Η αρχή του πολυελέου φέρει το διευκρινιστικό επίτιλο: Πολυέλεος ποίημα κυρ Παρθενίου ιερομονάχου του εκ της πόλεως Τρίκκης και καθηγουμένου της μονής του Μετεώρου. (χειρ. 329, φφ. 108-111). Εξηγηθείς παρά Γρηγορίου θ. Στάθη την ημέρα της Πεντηκοστής, ιη΄ Ιουνίου του σωτηρίου έτους 1989. Ήχος β΄ Δούλοι Κύριον. Στη συνέχεια προκειμένου να βγουν ασφαλή συμπεράσματα καταστρώνονται στον πρώτο πίνακα δύο στήλες με τις εξηγήσεις του Ιωάσαφ και Γρ. Στάθη στην εκδοχή του έξω δευτέρου ήχου. Στον δεύτερο πίνακα καταγράφεται η κατά την εκδοχή του έσω δευτέρου ήχου υπάρχουσα εξήγηση του Ιωάσαφ από την βάση του Πα, και στην άλλη στήλη αναπαρασημαίνεται διορθωμένο κατά την ορθογραφία της σημειογραφίας αλλά και την ρυθμική αρτιότητά του από τον συγγραφέα. Στον τρίτο πίνακα παραβάλλονται οι κατά τις δύο εκδοχές του δευτέρου ήχου έξω και έσω. Από τον κώδικα Διονυσίου 724, φφ. 31-44. Ο τέταρτος πίνακας περιέχει την εξήγηση της ίδιας σύνθεσης που απαντά στον αυτόγραφο κώδικα του Ιωάσαφ στον κώδικα Διονυσίου 806. Το στοιχείο που ενδιαφέρει επιπλέον εδώ είναι ότι η συγκεκριμένη εξήγηση εμφανίζεται μελικά διαφοροποιημένη σε ικανά σημεία του τρέχοντος ποιητικού κειμένου. Παραπλεύρως μεταφέρεται στα επίμαχα σημεία ο αυτόγραφος κώδικας του Παρθενίου, Μεταμορφώσεως 329 ώστε τα αναζητούμενα συμπεράσματα να προκύπτουν ευκολότερα και οφθαμοφανέστερα. Στο υποκεφάλαιο του ζ΄ κεφαλαίου ο κ. Χαλδαιάκης παρουσιάζει τον καλλωπισμό του Ιωάσαφ πάνω στον πολυέλεο του Παρθενίου. Μάλιστα η αρχή του πολυελέου αναφέρει: Παρθενίου Μετεωρίτου μεταποιηθείς επί το κρείττον ήχος β΄ Δούλοι Κύριον. Στα συμπεράσματα που σημειώνει αναφέρει: Το ψαλμικό κείμενο των 40 στίχων του πολυελέου παραμένει, ως επί το πολύ, επενδεδυμένο με το πρωτογενές μέλος του Παρθενίου. Το μέλισμα της ληκτικής συλλαβής της εκάστοτε τελευταίας λέξης των 40 στίχων του πολυελέου αναπτύσσεται, κατά καινότροπη μελική μεταχείρηση του Ιωάσαφ, σε διαφορετικά ανά ζεύγος στίχων μουσικά μοτίβα. Το εφύμνιο που επαναλαμβάνεται στο τέλος κάθε στίχου διαμορφώνεται, ομοίως, κατά καινότροπη μελική μεταχείριση του Ιωάσαφ, σε πολυάριθμες επιμέρους μελικές παραλλαγές εναλλασόμενο, σχεδόν ανά ζεύγος στίχων, και παρατίθεται συγκριτικός πίνακας. Το δεύτερο υποκεφάλαιο του ζ΄ κεφαλαίου αναφέρεται στην σύντμηση της συνθέσεως. Η αναγραφή του Πολυελέου σημειώνει: Ο αυτός, συνετμήθη ίνα ψάλληται εις βαθύν όρθρον και το θέρος, ήχος β΄. Ο συγγραφέας σημειώνει πως η σύντμηση επιτυγχάνεται μέσω της τροπής του υφιστάμενου ποιήματος σε δίστιχο πολυέλεο. Μεταβάλλει αρχικά την τακτική μελοποίησης της σύνθεσης και ενώνει τους δύο στίχους της σε ένα ενιαίο έτσι ώστε στην παρούσα του μορφή ο πολυέλεος να αποτελείται από 20 συνολικά στίχους. Τα δοξαστικά μαθήματα της εξηγημένης, της καλλωπισμένης και της συντετμημένης εκδοχής της σύνθεσης είναι τα κείμενα για τα οποία  γίνεται λόγος. Σχολιάζεται η αντικατάσταση των προηγουμένων δοξαστικών που είναι γραμμένα στη παλαιά σημειογραφία με άλλα δοξαστικά της νέας μεθόδου σημειογραφίας και με άλλο ποιητικό κείμενο, όπως επίσης και στη νεωτερίστικου τύπου μελοποίηση του Ιωάσαφ. Παρακάτω δημοσιεύονται τα δοξαστικά ενώ στη συνέχεια καταγράφονται και σχολιάζονται τα δοξαστικά μαθήματα της καλλωπισμένης εκδοχής της σύνθεσης και τα δοξαστικά μαθήματα της συντετμημένης εκδοχής της σύνθεσης. Σε επόμενο κεφάλαιο γίνεται λόγος για την προσαρμογή της σύνθεσης στη ρουμανική γλώσσα από κάποιον ιεροδιάκονο Ιωάννη βασισμένη στην καλλωπισμένη εκδοχή του πολυελέου από τον Ιωάσαφ. Στο τελευταίο υποκεφάλαιο καταγράφονται οι δημοσιεύσεις του πολυελέου που σε έντυπες εκδόσεις. Τέλος, στο επίμετρο ο συγγραφέας παραθέτει μια σειρά πανομοιότυπων από χειρόγραφα της εθνικής βιβλιοθήκης της Ελλάδος, την ρουμανική καταγραφή και την έντυπη έκδοση του Αβραάμ Ευθυμιάδη. Κλείνοντας θεωρώ πως για την πανεπιστημιακή κοινότητα αλλά και για όλους τους μουσικολογούντες την Ψαλτική Τέχνη η εργασία αυτή αποτελεί μια πολύ σπουδαία προσφορά στην επιστήμη, τόσο από τα προκύπτοντα οφέλη, όσο και από τον τρόπο με τον οποίον προσέγγισε το όλο θέμα και το ανέλυσε διεξοδικά. Εύχομαι ο Θεός να του δίνει δύναμη να συνεχίσει και σε άλλα επιστημονικά δημιουργήματα, και να αποτελέσει και εκείνος ως και ο δάσκαλός μας, Γρηγόριος Στάθης, το πρότυπο του επιστήμονα Βυζαντινομουσικολόγου.

 


[1] Παραθέτω ἐδῶ, γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ πράγματος, τὸ κείμενό της:

Ἀγαπητοί μου, Εἶμαι βέβαιος ὅτι δὲν θὰ ἐκόμιζα γλαῦκα ἐξ Ἀθηνῶν (γιὰ νὰ παραφράσω τὸ γνωστὸ γνωμικό), οὐδόλως δηλαδὴ θὰ πρωτοτυποῦσα, ἐὰν παρατηροῦσα ὅτι συγγράφοντας ἔρχεται κανεὶς ἀντιμέτωπος μὲ φόβους ἀρχέγονους, μὲ σκέψεις βαθύτατες, μὲ συναισθήματα ἐσώτατα· ἡ ἀναζήτηση τῆς ἰδέας, τῆς ἔμπνευσης, ἡ ἀγωνία τῆς τεκμηρίωσης, ὁ ἀγώνας τοῦ ὑπομνηματισμοῦ, ἡ ἔρευνα γιὰ τὴν ἀνακάλυψη τῆς ἀλήθειας τῶν πραγμάτων, συνιστοῦν ὅλα μιὰ μακρὰ καὶ γοητευτικὴ πορεία πρὸς τὴ γνώση, οὐσιαστικὰ ἕνα ταξίδι αὐτογνωσίας, ἕνα ταξίδι ἡ πορεία τοῦ ὁποίου εἶναι ἐγγενῶς μοναχική· μιὰ μοναχικὴ πορεία μὲ κόστος βαρὺ καὶ πολυεπίπεδο, μὲ τίμημα τὶς περισσότερες φορὲς δυσανάλογο πρὸς τὰ ἐπιδιωκόμενα ἀποτελέσματα ἢ τὰ προσδοκώμενα ὀφέλη, ἕνα τίμημα ποὺ κραταιόψυχα καὶ γενναιόφρονα, μὲ παρρησία, ἀλλ’ ἐνίοτε καὶ μὲ μιὰν δυσερμήνευτη διάθεση αὐτοτιμωρησίας, ἐπωμιζόμαστε οἱ περισσότεροι. Κι εἶναι χαρὰ τρισμέγιστη νὰ μοιράζεται κανεὶς μιὰ τέτοια μοναχικὴ πορεία μὲ ἀγαπημένους φίλους καὶ συναδέλφους. Ἀναλογίζομαι: διόλου τυχαῖο εἶναι ποὺ στὸν ὅρο συνάδελφος τόσο ἐμφανῶς ἐμπεριέχεται ἡ λέξη ἀδελφός· καὶ τὸ νὰ βρίσκεται κανεὶς ἀνάμεσα σὲ ἀδελφοὺς εἶναι, κατὰ τὸ γεγραμμένο, ὄχι μόνον καλὸν ἀλλὰ καὶ τερπνόν· εἶναι, θὰ ἔλεγα, πάντερπνο καὶ ἡδὺ καὶ χαρίεν. Ἔτσι, λοιπόν, μόνον ἐγκάρδιες εὐχαριστίες ἐπιθυμῶ νὰ ἀπευθύνω πρὸς τοὺς ἀγαπητοὺς ἀδελφοὺς καὶ συναδέλφους γιὰ τὴν ἀποψινὴ παρουσίαση: στὴν κυρία Μαρία Ἀλεξάνδρου, ἐπίκουρη καθηγήτρια τοῦ Τμήματος Μουσικῶν τοῦ ΑΠΘ, ποὺ εἶχε καὶ τὴ γενικὴ ἐπιμέλεια τῆς ἀποψινῆς ἐκδήλωσης, στὸν κύριο Μανόλη Γιαννόπουλο, λέκτορα τοῦ ἴδιου Τμήματος, στὸν π. Νεκτάριο Πάρη, ἐπίκουρο καθηγητὴ τοῦ Τμήματος Μουσικῆς Ἐπιστήμης καὶ Τέχνης τοῦ Πανεπιστημίου Μακεδονίας καὶ στὸν κύριο Ἰωάννη Λιάκο, ἐπίκουρο καθηγητὴ τῆς Ἀνωτάτης Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκαδημίας Βελλᾶ Ἰωαννίνων. Τὸ νὰ παρουσιάζει κανεὶς ἔργα συναδέλφων του, νὰ ἀποπειρᾶται νὰ ἀποτιμήσει γεγραμμένα καὶ πεπραγμένα ἀπὸ ὁμοτέχνους του, εἶναι ἐγχείρημα ποὺ ἀπαιτεῖ χρόνο καὶ κόπο· ἀπαιτεῖ γνώση, ἀπαιτεῖ ἀντικειμενικότητα καὶ εὐθυκρισία καὶ μεγαλοθυμία· ἀπαιτεῖ πάνω ἀπ’ ὅλα ἀγάπη· κι εἶναι ὅλα αὐτὰ τὰ συναισθήματα ποὺ σὲ πλησμονὴ ἐπέδειξαν ἀπόψε οἱ συνάδελφοι. Τὴν ἀγάπη τους μόνο μὲ τὴν ἀγάπη μου μπορῶ νὰ συναγωνιστῶ· μιὰν ἀγάπη ποὺ ἄτεχνα καὶ δύσηχα ψελλίζουν τὰ χείλη μου, ἀλλὰ μιὰν ἀγάπη ποὺ τὴν ἐπιμαρτυροῦν κυρίως τῆς καρδιᾶς μου οἱ χτύποι. Ἡ ἀγαθὴ καὶ εὐτυχὴς συγκυρία ἡ ἀποψινὴ ἐκδήλωση νὰ συνδιοργανώνεται, οὐσιαστικά, ἀπὸ τὰ ἐπίσης ἀδελφὰ Τμήματα Μουσικῶν Σπουδῶν τοῦ ΑΠΘ καὶ Μουσικῆς Ἐπιστήμης καὶ Τέχνης τοῦ Πανεπιστημίου Μακεδονίας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν Ἀνωτάτη Ἐκκλησιαστικὴ Ἀκαδημία Βελλᾶ Ἰωαννίνων, μεγεθύνει ἀπόψε τὴ χαρά μου· γιατὶ χαρὰ ποὺ μοιράζεται εἶναι χαρὰ πεπληρωμένη. Τὰ Τμήματά μας, ἀγαπητοὶ συνάδελφοι, γιὰ νὰ μιλήσω λίγο καὶ ἀπὸ τὴν εὐθυνόφορη θέση τοῦ Προέδρου τοῦ Τμήματος Μουσικῶν Σπουδῶν τοῦ ΕΚΠΑ, ἔχουν ὄχι μόνον μιὰν ἰδιαίτερη θέση στὸν ἀκαδημαϊκὸ χῶρο, ἀλλὰ καὶ μιὰν ξεχωριστὴ ἀποστολὴ πρὸς τὴν κοινωνία, καθὼς πέρα ἀπὸ τὰ λαμπρὰ ἐπιστημονικὰ ἐπιτεύγματα ποὺ τὸ καθένα χωριστὰ ἀλλὰ καὶ ὅλα μαζὶ ἔχουν νὰ ἐπιδείξουν κομίζουν καὶ τὸ στίγμα τῆς Τέχνης, μιὰν εὐαίσθητη καὶ ρομαντική, ἂν θέλετε, μαρτυρία, ποὺ τόσο ἀνάγκη τὴν ἔχει ἡ σύγχρονη κοινωνία, καθὼς σὰν ἄλλη αὔρα λεπτὴ διαχέει παντοῦ τὸ μήνυμα τῆς ἐλπίδας, τῆς αἰσιοδοξίας· ἀπὸ τὴ συνεργασία μας μόνον θετικὰ σὲ κάθε ἐπίπεδο ἀποτελέσματα μποροῦν νὰ προκύψουν κι εὔχομαι νὰ ἔχουμε καὶ στὸ μέλλον ἀνάλογες εὐκαιρίες παρόμοιων συνεργασιῶν. Πρὶν καταστρέψω τὸν λόγο, πρὸς χάρη τῆς ἁρμονίας τῆς μουσικῆς, πρὶν ἁπλωθοῦν στὸν χῶρο οἱ ἡδύμολπες φωνὲς τῶν «Θεσσαλονικαίων Ὑμνωδῶν», τὸν χοράρχη τῶν ὁποίων, τὸν ἀγαπητὸ φίλο καὶ ἀδελφὸ Ἰωάννη Λιάκο, πρωτοψάλτη τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ Θεσσαλονίκης, ἀλλὰ καὶ ἕνα πρὸς ἕνα τὰ μέλη τοῦ χοροῦ, εὐχαριστῶ ἀπὸ καρδιᾶς γιὰ τὸν ἐπιπλέον κόπο τῆς μετὰ σπουδῆς ἑτοιμασίας τοῦ ἀποψινοῦ μουσικοῦ προγράμματος (ἐν μέρει εἰλημμένου καὶ ἀπὸ τὰ καταχωριζόμενα στὰ παρουσιασθέντα βιβλία μουσικὰ παραδείγματα), πρὶν λοιπὸν ἀκούσουμε τὸν ψαλτικὸ χορό, ἐπιθυμῶ νὰ εὐχαριστήσω βαθύτατα καὶ ὅλους ἐσᾶς, φιλόμουση ὁμήγυρη, φίλοι καὶ ἀδελφοὶ καὶ συνάδελφοι καὶ φοιτητὲς καὶ  μαθητὲς καὶ θιασῶτες καὶ ἐραστὲς τῆς ψαλτικῆς τέχνης, μὲ προεξάρχοντα τὸν ἀγαπημένο μου δάσκαλο καὶ πατέρα μου πνευματικό, κὺρ Γρηγόριο Στάθη, ποὺ μὲ τιμᾶ ἰδιαίτερα ἀπόψε ἐδῶ μὲ τὴν παρουσία του, ἐσᾶς ποὺ τὰ βήματα τῆς ἀγάπης σας σᾶς ὁδήγησαν ἀπόψε ἐδῶ, νὰ μοῦ συμπαρασταθεῖτε κατ’ αὐτὴν τὴν ὄμορφη καὶ συγκινητικὴ στιγμή. Εὔχομαι, μὲ διάθεση συμβολική, νὰ σᾶς «φάει» ὅλους ἡ μουσικὴ καὶ νὰ σᾶς «καταπιεῖ» ἡ ἀγάπη· ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων…