As the major proportion of written and oral tradition of Byzantine Music is delivered (uninterrupted from the 10th century until now) listed or expressed in Greek, it seems perhaps obvious that Greek language has to be recognised as “mother tongue” of psaltic expression. And although, even from a very early age, similar formulations of Byzantine Music in other (mostly Balkan) languages have not only been attempted, but they have also been successfully listed, this attempt seems to be absolutely adherent to every initial Greek musical model (as every foreign musical formulation is usually shaped and formed towards it); that is why, the terminology which was introduced and is used for similar attempts is rotated around the typical term “adjustment”. My recent experience of a corresponding attempt of adjusting Byzantine Music to Korean language, gave me the opportunity to develop additional fertile thoughts on the typical procession and also form (even in an early level) a different relevant methodology, which I hope that it will expand the usual and established procession of corresponding “adjustments”. My speculations launch from the disclosure of the inherent elasticity of Byzantine Music (a crucial component which allows music to actually “speak” in every other language), while they are also related to the obvious dynamic dimension of all idividual parameters (notation, modality, melodic development, etc.). With my observations, I attempt to screen the unlimited prospects of the nature and function of music itself, so as to be extricated from every sterile, dogmatic review. I claim that it doesn’t have to do with some kind of “holy music” that it would be unacceptable to be violated, but for an open and flexible “musical arrangement” that is imposed to change and evolvement, whenever it is necessary and idispensable. In the present paper I try to present aspects of the above speculations.

Καθώς το μείζον ποσοστό της γραπτής και προφορικής παράδοσης της Βυζαντινής Μουσικής παραδίδεται (αδιάκοπα από τον 10ο αιώνα ως σήμερα) καταγεγραμμένο ή εκπεφρασμένο στα ελληνικά, φαντάζει ίσως αυτονόητο ότι ως «μητρική γλώσσα» της ψαλτικής έκφρασης θα πρέπει να αναγνωρίζεται η ελληνική. Κι ενώ, ήδη από πολύ νωρίς, όχι μόνον έχουν επιχειρηθεί αλλά έχουν και με επιτυχία καταγραφεί ανάλογες διατυπώσεις της Βυζαντινής Μουσικής σε διάφορες άλλες (κυρίως βαλκανικές) γλώσσες, η απόπειρα αυτή φαίνεται κάθε φορά να είναι απόλυτα προσκολημμένη στο όποιο αρχικό ελληνόγλωσσο μουσικό πρότυπο (όμοια προς το οποίο τρέπεται και διαμορφώνεται, συνήθως, κάθε αντίστοιχη αλλόγλωσση μουσική διατύπωση)· γι’αυτό και η ορολογία που καθιερώθηκε και χρησιμοποιείται για παρόμοια εγχειρήματα περιστρέφεται γύρω από τον χαρακτηριστικό όρο «προσαρμογή».

Πρόσφατη εμπειρία μου αντίστοιχης απόπειρας «προσαρμογής» της Βυζαντινής Μουσικής στην κορεατική γλώσσα, μου έδωσε την ευκαιρία να αναπτύξω περαιτέρω γόνιμους προβληματισμούς πάνω στην πεπατημένη διαδικασία, αλλά και να διαμορφώσω (έστω και σε πρωτόλειο επίπεδο) μιαν αλλιώτικη σχετική μεθοδολογία, που ευελπιστώ ότι διευρύνει τη συνήθη και καθιερωμένη διαδικασία ανάλογων «προσαρμογών». Οι προβληματισμοί μου εκκινούν από την ανάδειξη της εγγενούς «ελαστικότητας» της Βυζαντινής Μουσικής (ένα κεφαλαιώδες συστατικό στοιχείο της, που της επιτρέπει ουσιαστικά να «μιλήσει» σε οποιαδήποτε γλώσσα), ενώ σχετίζονται και με την προφανή «δυναμική» διάσταση όλων των επιμέρους παραμέτρων της (σημειογραφία, ηχητικό περιβάλλον, μελική ανάπτυξη, κ.ο.κ.)· με τις παρατηρήσεις μου αποπειρώμαι να προβάλω τις απεριόριστες προοπτικές της φύσης και λειτουργίας της ίδιας μουσικής, ώστε αυτή να απεγκλωβιστεί από οποιαδήποτε στείρα και δογματική θεώρηση: ισχυρίζομαι ότι δεν πρόκειται για κάποιου είδους «ιερή μουσική», που θα ήταν ανεπίτρεπτο να παραβιάζεται, αλλά για ένα ανοικτό και ευέλικτο «μουσικό μόρφωμα», που οσάκις είναι αναγκαίο και απαραίτητο επιβάλλεται να αλλάζει και να εξελίσσεται.

Τους παραπάνω προβληματισμούς προσπαθώ να παρουσιάσω στην παρούσα ανακοίνωση.