Ἡ πρόθεσή μου νὰ συντάξω μιὰν Προθεωρία τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης, ὡς ἐγχειρίδιο πανεπιστημιακό, χρονολογεῖται ἤδη πρὸ δεκαπενταετίας, ὅταν πρωτοξεκίνησα νὰ διδάσκω τὸ σχετικὸ μάθημα στὸ Τμῆμα Μουσικῶν Σπουδῶν τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν…

Δὲν ξέρω γιατί, ἀλλὰ ὅποτε ἀναλογίζομαι τὴν πορεία αὐτῆς τῆς ἀπόπειράς μου στὸ μυαλό μου ἔρχεται μιὰ παλιὰ παράδοση, ποὺ συνήθιζε νὰ μοῦ διηγεῖται ἡ γιαγιά μου:

Οἱ μαυρίλες ποὺ φαίνονται στὸ φεγγάρι εἶναι τὸ δέντρο ποὺ βαστᾶ τὴ γῆ. Ὅλο τὸ χρόνο πολεμάει νὰ τὸ κόψει μὲ τὸ τσεκοῦρι του ὁ Κάιν (ποὺ τὸν ἀπομόνωσε ἐκεῖ ὁ Θεός, καταδικάζοντάς τον ἔτσι γιὰ τὸ φόνο τοῦ ἀδελφοῦ του Ἄβελ). Τὸ φέρνει ὥσπου μιὰ τρίχα λείπει γιὰ νὰ κοπεῖ νὰ πέσει καὶ κάθεται λίγο νὰ ξεκουραστεῖ καὶ νὰ φτύσει στὰ χέρια του, καθὼς κάνουν οἱ ξυλοκόποι. Ἀλλὰ τότε στὴ στιγμὴ θεριεύει πάλι τὸ δέντρο καὶ ὁ Κάιν ἀναγκάζεται πάλι ἀπ’ ἀρχῆς νὰ τὸ πελεκάει… [πρβλ. καὶ Ν. Γ. Πολίτου, Μελέται περὶ τοῦ βίου καὶ τῆς γλώσσης τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Παραδόσεις, μέρος Α΄, ἐν Ἀθήναις 1904 [= Ἀθῆναι 1965], σσ. 129-130.]

Ἡ ἱστορία (ὄχι μόνον τοῦ δέντρου τοῦ φεγγαριοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἑτοιμασίας αὐτοῦ τοῦ βιβλίου) μοιάζει νὰ μὴν ἔχει ἕνα ἄμεσα ὁρατὸ τέλος. Κι ὅμως, ὅλον αὐτὸν τὸν καιρὸ καταβάλλεται, πρὸς τὸ σκοπὸ αὐτόν, ἔντονη καὶ κοπιώδης προσπάθεια. Αὐτὸ θέλει νὰ δείξει (πέρα ἀπὸ τὴν πρακτικὴ ἐξυπηρέτηση τῶν τρεχουσῶν πανεπιστημιακῶν ἀναγκῶν) καὶ ἡ παρούσα πρωτόλεια συναγωγὴ σχετικῶν προπαρασκευαστικῶν σημειώσεων καὶ ἁρμόδιων μελετημάτων.

Εὐελπιστῶ ἀκόμη (ἂν ὁ Θεὸς μοῦ δώσει ὑγεία καὶ δύναμη καὶ καλὴ ἔμπνευση) νὰ ὑλοποιήσω σύντομα (καί, πάντως, πρὶν ἐκπνεύσει ἡ ἐρχόμενη δεκαπενταετία) τὸν ἀρχικό μου ὁραματισμό, στὴν πλήρη καὶ τελική του ἐκδοχή…