Ἡ γνωστὴ μεταβυζαντινὴ θεωρητικὴ συγγραφή, ἀδήλου θεωρητικογράφου, ποὺ φέρει τὸν τίτλο· “Ἀκρίβεια κατ’ ἐρώτησιν καὶ ἀπόκρισιν τῶν τόνων τῆς παπαδικῆς τέχνης”, παρουσιάζει μιὰν ἀξιοσημείωτη πρωτοτυπία: ἑρμηνεύει βασικὲς θεωρητικὲς ἔννοιες τῆς ψαλτικῆς τέχνης καταφεύγοντας συχνὰ σὲ ἁγιογραφικὰ καὶ πατερικὰ χωρία ἢ ἄλλες συνήθεις ἐκφράσεις ἐκκλησιαστικῆς ὁρολογίας. Χαρακτηρίζεται δηλαδὴ ἀπὸ μιὰν ἀμφισημία, ποὺ ἰσορροπεῖ ἁρμονικὰ μεταξὺ μουσικολογίας καὶ θεολογίας, ἡ ὁποία ὑποδεικνύει μᾶλλον τὸ δίπολο: τύπος καὶ οὐσία ἢ ἐπίφαση καὶ ἀλήθεια ἢ σύμβολο καὶ ὄντως νοούμενο. Μὲ τὴν παροῦσα μελέτη ἐπιχειρῶ μιὰ «θεολογικὴ» ἀνάγνωση καὶ ταυτόχρονα λειτουργικὴ αἰτιολόγηση τῆς «θεολογικῆς διαστάσεως» ἑνός θεωρητικοῦ ἐγχειριδίου τῆς ψαλτικῆς τέχνης. Πρὸς τοῦτο, ἐξετάζεται ἡ παράδοση τοῦ ἐν λόγῳ κειμένου (δηλαδὴ ἡ χρήση του ἀπὸ τὴ διεθνῆ καὶ ἑλληνικὴ μουσικολογικὴ βιβλιογραφία), ἀλλὰ καὶ σχολιάζεται ἡ πρόσφατη κριτικὴ ἔκδοσή του. Ἐπιχειρεῖται, τέλος, μιὰ πρωτογενὴς «θεολογικὴ θεώρηση» τῆς συγγραφῆς, ὅπου -πέρα τοῦ σχολιασμοῦ τῆς φυσιογνωμίας του ἀδήλου θεωρητικογράφου, τῶν γνωστικῶν καταβολῶν του καὶ τῶν κινήτρων τῆς συγγραφῆς του- προτείνονται δύο βασικὲς αἰτιολογήσεις τῆς ἰδιότυπης δομῆς τοῦ συγκεκριμένου θεωρητικοῦ ἐγχειριδίου: εἰκάζεται, πρῶτον, ὅτι ὁ θεωρητικογράφος ἀπευθύνεται σὲ ἀνθρώπους τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ περιβόλου, προσαρμόζοντας ἁρμοδίως τὸν λόγο του ὥστε νὰ ἀφομοιωθεῖ ἀπὸ ἄτομα ἐγκρατῆ λιπαρᾶς θεολογικῆς παιδείας, καὶ ὑποστηρίζεται, δεύτερον, ὅτι ὁ ἴδιος παράλληλα ἐπιθυμεῖ μέσῳ τῆς μουσικῆς νὰ διδάξει θεολογία. Ἔχει δὲ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ἡ ἀκροτελεύτια παρατήρηση ὅτι μὲ ἀφορμὴ ἕνα ἐξειδικευμένο θεωρητικὸ θέμα τῆς ψαλτικῆς τέχνης (τὰ σημαδόφωνα τῆς κατηγορίας τῶν «πνευμάτων») ὁ θεωρητικογράφος παρεμβάλλει ἑκουσίως στὴ συγγραφή του μιὰν εἰδικὴ θεολογικὴ διδαχὴ ἐπὶ λεπτῶν δογματικῶν ζητημάτων τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας, ὅπως ἡ ἀγγελολογία, ἡ κοσμολογία, ἡ ἀνθρωπολογία ἢ ἡ χριστολογία.